Μια κριτική προσέγγιση, στην κριτική για το μάθημα των Θρησκευτικών

 

Κουτούβελας Γιώργος, θεολόγος, Παπαδήμας Λάμπρος, δάσκαλος

Γύρω από το ζήτημα της αλλαγής του αναλυτικού προγράμματος για τα θρησκευτικά, οικοδομείται ένα κλίμα πόλωσης με έντονα ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Το «μπλόκο» του ΣτΕ στην αλλαγή των θρησκευτικών έχει προκαλέσει συζητήσεις επί συζητήσεων, οι οποίες κατά κύριο λόγω κινούνται γύρω από το αντιθετικό δίπολο σκοταδισμός – ελληνοχριστιανική κληρονομιά. Το παρόν άρθρο επιχειρεί να υπερβεί αυτή την ερμηνεία και να φωτίσει κάποιες άλλες πτυχές του ζητήματος.

Τα δικανικά είναι μια γλώσσα εύπλαστη, νοηματικά ευμετάβλητη και ικανή να υποστηρίξει πολλαπλές συνδηλώσεις, επιτρέποντας στο ΣτΕ από τη μια λ.χ. να θεωρεί αντισυνταγματικό έναν διαγωνισμό διάθεσης τηλεοπτικών αδειών, αλλά συνταγματικότατη την κατάργηση συγκεκριμένων ειδικοτήτων -υψηλής ζήτησης από τους μαθητές- στα Επαγγελματικά Λύκεια, κάνοντας μια θερμή χειραψία με το «αόρατο» χέρι της Αγοράς στον χώρο της επαγγελματικής και τεχνικής εκπαίδευσης το 2013.

 

Την εικόνα αυτή έρχεται να ενισχύσει η πρόσφατη παραίτηση του προέδρου του ΣτΕ, η οποία συνοδεύτηκε και από μια λάιτ αντιμνημονιακή αγόρευση, τη στιγμή που το ίδιο το δικαστήριο έχει γνωμοδοτήσει υπέρ της συνταγματικότητας κάθε μνημονίου (αριστερού και δεξιού). Δεν θα επιμείνουμε επομένως στον τύπο του δικαστικού λόγου, καθότι η φύση του είναι αποπροσανατολιστική από την ουσία, αλλά στο πνεύμα. Με τις αποφάσεις του ΣτΕ για την ακύρωση των αλλαγών στην πρωτοβάθμια, όσο και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (παρά τις κατηγορίες 18 ανώτατων δικαστών περί μη νόμιμης σύνθεσης της ολομέλειας του οργάνου), υποστηρίζεται ότι «η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση κλονίζει την Ορθόδοξη Χριστιανική συνείδηση που πριν από την έναρξη του σχολικού βίου διαμορφώνουν οι μαθητές το πλαίσιο του οικογενειακού τους περιβάλλοντος. Μάλιστα, η εισαγόμενη με την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών είναι ικανή να παρέμβει στον ευαίσθητο ψυχικό κόσμο των μαθητών που δεν διαθέτουν την κριτική αντίληψη των ενηλίκων και να τους εκτρέψει από την Ορθόδοξη Χριστιανική συνείδηση»

Απαντώντας στις αιτιάσεις

Από παιδαγωγική σκοπιά

Η αξιέπαινη προσπάθεια της συγγραφικής ομάδας αποτελεί ένα σχέδιο που βρισκόταν εδώ και χρόνια στα συρτάρια του Υπουργείου Παιδείας και προφανώς για λόγους πολιτικής και ιδεολογικής σκοπιμότητας, δεν προωθήθηκε στη σχολική πραγματικότητα.

Οι «μάχιμοι» δάσκαλοι και θεολόγοι, παρ’ όλο που μπορεί να επισημαίνουν τυχόν αστοχίες του εκπαιδευτικού υλικού και πιθανές προσωπικές τους διαφωνίες, επικροτούν την συγκεκριμένη αλλαγή. Άλλωστε, η πρώτη χρονιά εφαρμογής του, είχε και έναν πειραματικό χαρακτήρα, με απώτερο στόχο την περαιτέρω βελτίωση του υλικού, μετά την σχολική εφαρμογή, πάντα με γνώμονα τις ανάγκες του παιδαγωγικού γεγονότος.

Στο ερώτημα του κατά πόσο υποβαθμίζεται ή αναβαθμίζεται, η χριστιανική διδασκαλία στο διδακτικό υλικό, δίνεται η απάντηση από πλειάδα εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων, οι οποίοι συνομολογούν πως μέσω του νέου αναλυτικού προγράμματος αναδεικνύεται το θρησκευτικό αίσθημα, μέσω της πολυτροπικής προσέγγισής του, ιδιαίτερα μέσα από ζητήματα εμπειρίας, προερχόμενα τόσο από τη χριστιανική όσο και από την εξω-χριστιανική παράδοση (η γνώση εκκινεί από την εμπειρία, έλεγε ο Ρουσό). Εξίσου σημαντικό με την παραπάνω παραδοχή, αποτελεί το γεγονός πως για πρώτη φορά, το μάθημα των θρησκευτικών ανταποκρίνεται σε κατεξοχήν και μακρόχρονα καθιερωμένες παιδαγωγικές αρχές και πρακτικές. Οι ευρύτερα αποδεκτοί παιδαγωγικοί στόχοι ενός οποιουδήποτε μαθήματος είναι: α) η δημιουργία πνεύματος φιλομάθειας, β) η καλλιέργεια της ερευνητικής διάθεσης του μαθητή, γ) η ανάπτυξη κριτικής ικανότητας και σύγκρισης απόψεων, δ) η υποβοήθηση της ολόπλευρης ανάπτυξης της προσωπικότητας του μαθητή και ε) η ηθική καλλιέργεια του μαθητή. Το καινούργιο μάθημα των θρησκευτικών, τεκμηριώνει παιδαγωγικά τα παραπάνω ενώ ταυτόχρονα προάγει τον στοχασμό πάνω σε θεολογικά/θρησκειολογικά ζητήματα. Και όλα αυτά αντικαθιστώντας ένα μάθημα που έχει δοκιμαστεί και αποτύχει (σχεδόν) σε όλα όσα αναφέρθησαν.

Το προηγούμενο διδακτικό υλικό και η στατική προσέγγισή του, αποτέλεσε ένα απωθητικό παράδειγμα προς την κατεύθυνση οποιουδήποτε θρησκευτικού προβληματισμού. Αποτέλεσε έναν ισχυρό αποτρεπτικό παράγοντα για οποιοδήποτε οντολογικό προβληματισμό, καλλιεργώντας μια αντιδραστική στάση τόσο των μαθητών, όσο και πολλών γονέων. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης, υπήρξε το αίτημα απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών, από μια μεγάλη μερίδα μαθητών (ετερόδοξων, αγνωστικιστών κ.ο.κ.), αν μη τι άλλο πολυπληθέστερης από εκείνη που παρουσιάζεται να διαμαρτύρεται για την ανανέωση του αναλυτικού προγράμματος των θρησκευτικών (εδώ σημειώνουμε, πως παρά τους πηχυαίους τίτλους, περί «χαστουκιών» προς το υπουργείο για τη δήθεν μαζική επιστροφή βιβλίων, μόλις το 0,7% του μαθητικού πληθυσμού έχει προχωρήσει σε αυτή την ενέργεια).

Από θεολογική σκοπιά

Αν αποδεχόμαστε ότι η εξέλιξη του ανθρώπου είναι κοινωνικό φαινόμενο, τότε πρέπει να αποδεχτούμε την πνευματικότητα και τη θρησκευτικότητα ως αναπόσπαστα μέρη του. Το μάθημα των θρησκευτικών αποτελεί προνομιακό πεδίο για τις ανθρωπιστικές επιστήμες, καθώς αναδεικνύει την πνευματικότητα σε έναν κόσμο που θεωρεί την πνευματικότητα περιττή.

Το μάθημα επιβάλλεται να αλλάξει ώστε να τονιστεί η πολύπλευρη αξία του ως προς τις προσωπικές και συλλογικές αναζητήσεις του μαθητή, ως κοινωνικού υποκειμένου. Οι συλλογικοί αυτοί προβληματισμοί, επ’ ουδενί δεν δύνανται να απαντηθούν λαμβάνοντας υπόψη μόνο τις θετικές επιστήμες ή ακόμη και τις κοινωνικές. Το μάθημα των θρησκευτικών μπορεί να προάγει το ανθρωπιστικό υπόβαθρο του εκπαιδευτικού συστήματος, πολύ περισσότερο και πιο διεισδυτικά από τις «ματιές» που προσφέρουν άλλα ανθρωπιστικού ή κοινωνικού τύπου μαθήματα. Τα θρησκευτικά ως τώρα, αδυνατούσαν να διασυνδεθούν με μορφές τέχνης όπως λ.χ. η λογοτεχνία, η οποία καλλιεργεί στο κοινωνικό υποκείμενο, εν προκειμένω στον μαθητή, την ενσυναίσθηση, την αποδοχή της διαφορετικότητας, την κατανόηση του Άλλου και εν τέλει την συγκίνηση, ένα βαθύ ανθρώπινο γνωρισματικό χαρακτηριστικό, υποβαθμισμένο στα σύγχρονα, τεχνοκρατικής και ακραίας θετικιστικής προσέγγισης, αναλυτικά προγράμματα. Ζητήματα τα οποία επιχειρούν να ενσωματώσουν στην εκπαιδευτική διαδικασία τα νέα αναλυτικά προγράμματα των θρησκευτικών.

Μέσω του νέου αναλυτικού προγράμματος, αν θίγεται κάτι, αυτό αφορά την τυποποιημένη εκδοχή του ομολογιακού χαρακτήρα (που καμία σχέση δεν έχει με την ορθή έννοια του ομολογιακού χαρακτήρα που αναφέρεται στην πίστη της χριστιανικής διδασκαλίας και στο αναστάσιμο μήνυμα). Αυτή η τυποποιημένη μορφή είναι ακριβώς ο λόγος που οι συντηρητικοί εκκλησιαστικοί κύκλοι και οι αντιδραστικοί σύλλογοι που τους περιστοιχίζουν αντιδρούν, αφενός γιατί αισθάνονται πως υπονομεύεται το πεδίο της εξουσίας –και όχι της δικαιοδοσίας τους- και αφετέρου γιατί βεβαιώνει την αμηχανία τους απέναντι στην πιθανή επιτυχία του εκπαιδευτικού υλικού, το οποίο προάγει την κριτική σκέψη και τον στοχασμό των μαθητών.

Επιτυχία για ένα εκπαιδευτικό σύστημα, είναι να διαμορφώσει έναν μαθητικό πληθυσμό καλλιεργημένο σε ζητήματα που άπτονται του θεολογικού φαινομένου, ανεκτικό στην θρησκευτική ετερότητα και ικανού να οικοδομήσει ένα «ευρύχωρο» αύριο, χωρίς αυτό να περιορίζει τις εκάστοτε θρησκευτικές παραδοχές. Η διαλεκτική προσέγγιση προωθεί τον ειλικρινή και απροϋπόθετο διάλογο μεταξύ των διαφορετικών θέσεων, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα την ώσμωση και την ανάδειξη των πραγματικών αξιών που ενυπάρχουν σε όλες τις θρησκείες. Αν η Ιεραρχία της εκκλησίας θεωρεί ότι με αυτόν τον τρόπο περιορίζεται ο δημόσιος λόγος της ως προς ζητήματα που αφορούν στην εκπαίδευση, και ειδικότερα αναφορικά με την εκπαίδευση που αφορά σε θρησκευτικά ζητήματα, οφείλει, πρώτα πρώτα, να επανεξετάσει τις μεθόδους διεκπαιρέσωσης των κατηχητικών της δραστηριοτήτων, καθώς οι δομές αυτές παρουσιάζονται στις μέρες μας ερειπωμένες.

Δικαιώματα και δικαιωματισμός

Φυσικά και είναι αναφαίρετο το δικαίωμα του εκάστοτε μαθητή στην κατήχηση και για αυτό τον λόγο υπάρχουν οι εκκλησιαστικές δομές που μπορούν να ικανοποιήσουν αυτές τις ανάγκες. Αυτό που δεν αποτελεί δικαίωμα του εκάστοτε γονιού ή μαθητή είναι το να διδάσκεται η δική του θρησκεία κατ’ αποκλειστικότητα και καλλιεργώντας μια αίσθηση υπεροχής, υπονομευτική προς την ίδια τη διδασκαλία του χριστιανισμού. Αυτού του είδους η προσέγγιση (εκτός του ότι αποτελεί μια ξεκάθαρη θέση ιδεολογικής ανωτερότητας που τίποτε το θεολογικό δεν διακρίνεται πάνω της) πέρα από τις ρωγμές και διαχωρισμούς που προκαλεί στο σώμα του μαθητικού πληθυσμού.

Η απόφαση του ΣτΕ, αναγνωρίζει και τυπικά την υπεροχή του άκρατου δικαιωματισμού, απέναντι στον επιστημονικό λόγο. Διαχωρίζει το μάθημα των θρησκευτικών από τα υπόλοιπα μαθήματα και εξηγούμεθα: είναι δικαίωμα του εκάστοτε γονιού ή μαθητή να επιλέγει να διδάσκεται στο μάθημα της γεωγραφίας μόνο εκείνην που αφορά στα σύνορα της χώρας του; Είναι δικαίωμα το να επιλέγει ο γονιός ή ο μαθητής να μη διδάσκεται το θεώρημα του Euler ή τη Γαλλική επανάσταση ή τη Θεωρία της εξέλιξης κ.ο.κ.; Και τέλος, είναι δικαίωμα του ΣτΕ να ορίζει την εκπαιδευτική πολιτική και το περιεχόμενο αυτής και να επεμβαίνει τόσο αντιδραστικά, απαξιώνοντας έναν ολόκληρο επιστημονικό χώρο και προτάσσοντας, απέναντι στις παιδαγωγικές αρχές και αξίες, το -περιορισμένης ισχύος- επιχείρημα της μη προαγωγής του ελληνορθόδοξου θρησκεύματος (στην πλέον φολκλρορική και μη θεολογική ανάγνωση);

Συμπερασματικά

Η φύση των νέων αναλυτικών προγραμμάτων των θρησκευτικών, ανοικτά ως προς τη χρήση και την επιλογή θεματικών, υλικού, στοχοθεσίας, διδακτικής μεθοδολογίας, αποτέλεσε ό,τι πιο καινοτόμο –ως προς την ανθρωπιστική τάση- εισήχθη στο εκπαιδευτικό σύστημα την τελευταία δεκαετία. Η φιλοσοφία των ανοικτών αναλυτικών προγραμμάτων, απαιτεί την μεταχείρισή τους από εκπαιδευτικούς που αντιλαμβάνονται τον ρόλο τους πέρα από αυτόν του διεκπεραιωτή της ύλης. Απαιτεί από πλευράς δασκάλου ή καθηγητή θεολόγου κριτική σκέψη και στάση, γνώση επί της διαθεματικότητας του αντικειμένου και ικανότητα μεθοδολογικής επικοινωνίας αυτών των χαρακτηριστικών στο πλαίσιο του διδακτικού γεγονότος. Η «Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων» με πρόσχημα τη δήθεν υποβάθμιση του ομολογιακού χαρακτήρα του μαθήματος και απηχώντας μειοψηφική τάση στον εκπαιδευτικό και κοινωνικό χώρο, εναντιώνεται επί της ουσίας στην επιβίωση του μαθήματος. Πρωτοστατώντας στην κριτική απέναντι στο νέο αναλυτικό πρόγραμμα (το οποίο αναβαθμίζει ουσιαστικά και τυπικά τον ρόλο των Θρησκευτικών στο εκπαιδευτικό πλαίσιο), η φωνασκούσα μειοψηφία των θεολόγων, επιθυμεί την παγίωση του ήδη υποβαθμισμένου ρόλου του μαθήματος και συνεπικουρεί, ηθελημένα ή μη, στον ουσιαστικό αφανισμό του, καθώς το νέο αναλυτικό πρόγραμμα εύλογα κινητοποιεί την -μέχρι τα τώρα αδιάφορη για το μάθημα των θρησκευτικών- πλειοψηφία των μαθητών.

Πολιτική κατακλείδα

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ισχυριστεί κατά το παρελθόν πως έχει αναλάβει την διακυβέρνηση της χώρας, αλλά δεν έχει την εξουσία στα χέρια του.Τελικά μας είχε παραπληροφορήσει, καθώς όπως φαίνεται μέσω των πράξεων του, δεν ορίζει ούτε καν τη διακυβέρνηση, εφόσον δεν μπορεί να προστατέψει ακόμη και μια μικρή προοδευτική αλλαγή στο πεδίο του άκαμπτου εκπαιδευτικού συστήματος.