Αναδίπλωση Ιερώνυμου για λόγους συσπείρωσης

Χαρακτηριστικά ακραίας σύγκρουσης με έντονα πολιτικά χαρακτηριστικά λαμβάνει η κόντρα που ξεκίνησε με αφορμή τις αλλαγές στα θρησκευτικά.

Υστερα από την εμπρηστική τοποθέτηση του Ιερώνυμου κατά τη διάρκεια της Ιεράς Συνόδου της Τρίτης, σειρά πήρε ο εκπρόσωπος Τύπου της Αρχιεπισκοπής, Χάρης Κονιδάρης, ο οποίος ανέβασε ακόμη περισσότερο τους τόνους, μιλώντας σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές και κάνοντας λόγο για «ιδεολογικές εμμονές και αγκυλώσεις» αλλά και για «αντικληρικαλιστές που πιθηκίζουν ξένα μοντέλα», ενώ ξεκαθάρισε ότι ο αρχιεπίσκοπος δεν μπαίνει σε διάλογο με τον υπουργό Παιδείας.

Βέβαια οι εξελίξεις τον πρόλαβαν καθώς χθες το βράδυ πραγματοποιήθηκε συνάντηση Τσίπρα - Ιερώνυμου στην οποία ήταν επίσης παρόντες οι υπουργοί Παιδείας και Εθνικής Αμυνας, Νίκος Φίλης και Πάνος Καμμένος.

Οι Επιτροπές Εμπειρογνωμόνων, που εκπόνησαν τα νέα προγράμματα σπουδών στα θρησκευτικά, με νέα τους ανακοίνωση υποστηρίζουν μέχρι τελευταίας ρανίδος τις αλλαγές στο συγκεκριμένο μάθημα και εμφανίζονται απόλυτα ικανοποιημένοι από την εφαρμογή του νέου προγράμματος στα σχολεία.

Με αφορμή την εν λόγω ανακοίνωση μιλήσαμε με δύο εκ των είκοσι εφτά ακαδημαϊκών και εκπαιδευτικών θεολόγων που τη συνυπογράφουν και τους ζητήσαμε να τοποθετηθούν σχετικά με την όξυνση στη σχέση Εκκλησίας-Πολιτείας:

«Το μάθημα των θρησκευτικών φαίνεται πως αποτέλεσε το πρόσχημα και το όχημα προκειμένου ο αρχιεπίσκοπος είτε να εξυπηρετήσει ενδοϊεραρχικές σκοπιμότητες και ισορροπίες άσχετες με την εκπαίδευση, είτε να εκδηλώσει μια ευρύτερη αρνητική στάση απέναντι στην κυβέρνηση.

»Ετσι ξεκινώντας από μια προσωπική επίθεση απέναντι στον υπουργό, που πυροδότησε ακόμη και ρατσιστικά σχόλια εις βάρος του, ανοίγει θέματα σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας» δηλώνει στην «Εφ.Συν.» ο Παναγιώτης Υφαντής, αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ.

Τονίζει ότι ο αρχιεπίσκοπος αντιμετώπιζε θετικά το νέο πρόγραμμα και ήταν αντίθετος με τους ολιγάριθμους αλλά θορυβώδεις επικριτές που εκφράζουν τη συντηρητική τάση στον εκκλησιαστικό χώρο.

«Μόνο θλίψη και απορία προκαλεί η αλλαγή της στάσης του κ. Ιερώνυμου, ο οποίος μέχρι πρότινος είχε έναν ανοιχτό δίαυλο καλής επικοινωνίας με τον ίδιο τον πρωθυπουργό και το υπουργείο Παιδείας.

»Αντί να συνεχίσει να στέκεται στο πλευρό των θεολόγων, αντί να χαίρεται που ένας υπουργός μίλησε θετικά για το νέο πρόγραμμα των θρησκευτικών και αναγνώρισε δημόσια την αναβαθμισμένη θέση του μαθήματος στη δημόσια εκπαίδευση, στοχοποιεί τον υπουργό, περιφρονεί τους θεολόγους καθηγητές και αδιαφορεί για τις παιδαγωγικές αρχές και την αποτελεσματικότητα του μαθήματος» μας λέει ο Παν. Υφαντής, ο οποίος υποστηρίζει ότι πρόκειται για μια «συντηρητική αναδίπλωση που θυμίζει τα διχαστικά κηρύγματα που πλαισίωσαν τις διαδηλώσεις για τις ταυτότητες, αλλά και νοοτροπίες και συμπεριφορές που εγκλωβίζουν την Εκκλησία σε ιδεολογικοπολιτικές αντιπαραθέσεις με μάλλον σαφές κομματικό πρόσημο».

Ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Θεολογικού Συνδέσμου «ΚΑΙΡΟΣ για την αναβάθμιση της Θρησκευτικής Εκπαίδευσης», Δημήτρης Μόσχος, υποστηρίζει κι αυτός με τη σειρά του ότι πίσω από την αναδίπλωση του αρχιεπισκόπου κρύβονται λόγοι συσπείρωσης της Ιεραρχίας, ενώ τα θρησκευτικά αποτέλεσαν την αφορμή προκειμένου η Εκκλησία να επαναδιαπραγματευτεί τις σχέσεις της με την Πολιτεία.

«Το αίτημα του διαχωρισμού -μολονότι ειδικά μετά τη Μεταπολίτευση έχει υιοθετηθεί από προοδευτικές πολιτικά δυνάμεις ακόμα και μέσα στην Εκκλησία- τώρα θα σημάνει μεγαλύτερο θεσμικό συγκεντρωτισμό της Εκκλησίας πάνω στους λειτουργούς και τα μέλη της και πιο περιορισμένη λογοδοσία και σε άλλα θέματα» υποστηρίζει ο Δ. Μόσχος, ο οποίος κι αυτός με τη σειρά του μιλάει για συντηρητική στροφή της Ιεραρχίας:

«Πρόκειται βέβαια για σύστοιχο φαινόμενο που παρατηρείται και σε πολλές πολιτικές, ιδεολογικές και θρησκευτικές δυνάμεις στην Ευρώπη, την ευρύτερη Μέση Ανατολή και αλλού.

»Ο συγκεντρωτισμός και ο αυταρχισμός πάντως δεν συνάδουν με τη διδασκαλία της ορθόδοξης εκκλησιολογίας, όπως πολλοί από μας διδαχθήκαμε συνοδοιπορώντας επί χρόνια μαζί και με τον τωρινό αρχιεπίσκοπο».