Με αφορμή την εορτή των Τριών Ιεραρχών, ο Πανελλήνιος Θεολογικός Σύνδεσμος «ΚΑΙΡΟΣ» προγραμματίζει εκδήλωση διαλόγου, η οποία θα πραγματοποιηθεί διαδικτυακά, μέσω εφαρμογής τηλεδιάσκεψης, την Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2024, ώρα 19:00-20:30.

Κεντρικός ομιλητής θα είναι ο Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Φιλόθεος, με θέμα «Τρεις Ιεράρχες: πνοή αύρας λεπτής».

Την εκδήλωση προλογίζει ο Χρυσόστομος Σταμούλης, Κοσμήτορας Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.

Την ομιλία σχολιάζει ο Σταύρος Γιαγκάζογλου, Αν. Καθηγητής Τμήματος Θεολογίας Ε.Κ.Π.Α.

Τη συζήτηση συντονίζει ο Χρήστος Καρακόλης, Καθηγητής Τμήματος Θεολογίας Ε.Κ.Π.Α., Πρόεδρος του Πανελλήνιου Θεολογικού Συνδέσμου «ΚΑΙΡΟΣ».

Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί στη διαδικτυακή διεύθυνση: https://bit.ly/48B248q

Η εκδήλωση είναι ανοικτή στα Mέλη του Συνδέσμου και κάθε ενδιαφερόμενο/η εκπαιδευτικό και προσκαλούμε όλες και όλους να συμμετέχουν.

                                                                  Afisa

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ
gjre

Το περιοδικό ΕλΘΕ (Ελληνική Έκδοση για τη Θρησκευτική Εκπαίδευση) / GjRE (Greek Journal of Religious Education) είναι μία διεθνής επιστημονική περιοδική έκδοση με αξιολόγηση (peer-review) που έχει έδρα στην Ελλάδα και ανήκει στον Πανελλήνιο Θεολογικό Σύνδεσμο «ΚΑΙΡΟΣ -για την αναβάθμιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης». Δημοσιεύει άρθρα στην ελληνική και την αγγλική γλώσσα σχετικά με την Θρησκευτική Εκπαίδευση, την Παιδαγωγική και τη Θεολογία.

περισσότερα...

Γεώργιος Παπαδόπουλος

Θεολόγος-Φιλόλογος (αποσπ. στο Π.Ι.)

[ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ: Η κινητικότητα σχετικά με το παρόν και το μέλλον της Θρησκευτικής Εκπαίδευσης στην Ελλάδα, ο συνεχιζόμενος διάλογος ανάμεσα στην Πολιτεία και σε άμεσα εμπλεκόμενους-ενδιαφερόμενους (θεολόγοι εκπαιδευτικοί, Εκκλησία, πολιτικά κόμματα, ανεξάρτητες αρχές), ο αναπτυσσόμενος προβληματισμός για την επίδραση των θρησκευτικών παραδόσεων στην κοινωνική συνοχή, η αναγνώριση του ρόλου του μαθήματος των Θρησκευτικών στην ανάδειξη αξιών και νοήματος για τη ζωή και το κόσμο αλλά και η ανάγκη εμπλουτισμού του τόσο με νέες προτάσεις για το περιεχόμενό του όσο και σύγχρονες μεθόδους διδακτικής προσέγγισης για την αποτελεσματικότερη θρησκευτική αγωγή των νέων, καθιστούν και πάλι επίκαιρη την ανάγνωση της γνωστής από το 2006 «Σύστασης 1720 του Συμβουλίου της Ευρώπης». Πρόκειται για μια έκθεση αρχών και προτάσεων, που έτυχε έντονης κριτικής -όχι πάντοτε καλόπιστης- και επιδέχεται ασφαλώς πολλών ερμηνειών και αναλύσεων. Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μια απόπειρα ερμηνείας κάποιων σημείων της Σύστασης (σημειώνονται με bold), που κατά τη γνώμη μας ενδιαφέρουν περισσότερο τη χώρα μας και όσους ασχολούνται άμεσα ή έμμεσα με την Θρησκευτική Εκπαίδευση. Βλ. επίσης το σχετικό άρθρο του Σταύρου Γιαγκάζογλου «Το Συμβούλιο της Ευρώπης και η διδασκαλία του θρησκευτικού μαθήματος στην Εκπαίδευση. Σχόλιο σε μια σύσταση» στο περιοδικό Αναλόγιον 7/2005, σ.194-195]

 Π ε ρ ί λ η ψ η

1. «Η γνώση των θρησκειών είναι ένα ολοκληρωμένο κομμάτι γνώσης της Ιστορίας του ανθρωπίνου γένους και του πολιτισμού»: Η διδασκαλία των άλλων θρησκειών πέραν της εγχωρίου ή επικρατούσης, δυνατόν να προσαρμοστεί και να ενταχθεί ως εκπαιδευτικό περιεχόμενο και άλλων ήδη διδασκομένων μαθημάτων, ως π.χ. της Ιστορίας ή της Κοινωνιολογίας ή ακόμη και της Γεωγραφίας ή να αποτελέσει υλικό νέων μαθημάτων ως π.χ. (μιλώντας για τη δική μας περίπτωση), «Ιστορία του Πολιτισμού» ή «Ιστορία των Μεσογειακών πολιτισμών» ή «Λαοί της Ανατολής». Είναι φυσικό ότι σε μια παρόμοια πιθανή προσέγγιση είναι εντελώς απαραίτητη η επιμόρφωση των διδασκόντων στα παραπάνω ήδη υπάρχοντα γνωστικά αντικείμενα ή στα νέα που θα ενταχθούν στο αναλυτικό πρόγραμμα, σε θρησκειολογικού ενδιαφέροντος θέματα, εφόσον τα μαθήματα αυτά δεν θα διδάσκονται από θεολόγους, οι οποίοι ενδεχομένως  θα παραμείνουν περίπου εντός των γνωστών μέχρι σήμερα ορίων του δικού τους γνωστικού αντικειμένου και της διδακτικής του προσέγγισης (δηλ. ανοιχτό ομολογιακό μάθημα).

Η αναγνώριση επίσης ύπαρξης «ποικιλίας εκπαιδευτικών συστημάτων» οδηγεί στην παραδοχή της διάσωσης των εθνικών εκπαιδευτικών συστημάτων και της μη υπαγωγής στο μέλλον σε ένα ενιαίο ισοπεδωτικό σύστημα, που θα αγνοεί τις ιδιαιτερότητες και ιδιομορφίες κάθε χώρας. Αυτό σημαίνει ότι η επίκληση της ανάγκης να παρακολουθήσουμε ή να αντιγράψουμε πιστά το ένα ή το άλλο εκπαιδευτικό σύστημα μιας χώρας δεν επαληθεύεται από το κείμενο ούτε συστήνεται με οποιοδήποτε τρόπο.

2. «Πιθανές προσεγγίσεις διδασκαλίας των θρησκειών»: Η συνέλευση συνιστά μόνο και η σύσταση αυτή πιθανολογεί την δυνατότητα θρησκειολογικής προσέγγισης  στην εκπαιδευτική διαδικασία και δεν τη θεωρεί προφανώς ως απολύτως εφαρμόσιμη.

3.Οι επικαλούμενοι ως λόγοι εισαγωγής αυτού του τύπου μαθήματος δεν είναι πρωτίστως θρησκευτικοί αλλά κοινωνικοί και πολιτικοί. Η γνώση των θρησκειών ?συμπεριλαμβανομένης και της  επικρατούσης- θεωρείται ως το καλύτερο αντίδοτο για το ρατσισμό, την ξενοφοβία, τον φανατισμό και τον φασισμό. Πιθανολογούνται ως αποτελέσματα μιας τέτοιας γνώσης η καλλιέργεια κοινωνικής ανοχής και συνοχής, η εύρυθμη λειτουργία του δημοκρατικού τρόπου ζωής, η κατανόηση και ο σεβασμός του άλλου και διαφορετικού.

Επομένως με την σύσταση αυτή δεν αποβάλλεται η θρησκευτική αγωγή από το σχολείο, δεν θεωρείται περιττό το  μάθημα αλλά αντιθέτως εμπλουτίζεται  και επιφορτίζεται με ένα ιδιαίτερο ρόλο: τη διάσωση του ατόμου ως προσώπου και ως μέλους μιας σύγχρονης δημοκρατικής κοινωνίας σε ένα περιβάλλον παγκοσμιοποίησης και ελεύθερης διακίνησης ιδεών, τρόπων ζωής και συμπεριφορών.

Ι. Σχέδιο Σύστασης

1. Η Κ.Σ. θεωρεί ότι το «απαραβίαστο» της προσωπικής θρησκευτικής τοποθέτησης δεν έρχεται σε αντίθεση ή αντίφαση με την ανάγκη καλής γενικής γνώσης των θρησκειών. Η παραδοχή αυτή οδηγεί κατά τη γνώμη μας στα εξής συμπεράσματα:

α. Η «καλή γενική γνώση των θρησκειών» προϋποθέτει μια μακρά και ενδελεχή σπουδή των θρησκειών (προσαρμοσμένη φυσικά στις ανάγκες των μαθητών και στις προσληπτικές τους ικανότητες)

β. Η παραδοχή της μη αντίφασης μεταξύ «προσωπικής πίστης» και «ανάγκης γνώσης των θρησκειών» για συγκεκριμένους κοινωνικοπολιτικούς λόγους, οδηγεί στη σκέψη ότι  η επίκληση της προσωπικής πίστης ή της απιστίας, ως λόγο απαλλαγής από την παρακολούθηση του μαθήματος στο μέλλον και κάτω από τη νέα οπτική των πραγμάτων, δεν θα είναι ισχυρή ούτε υλοποιήσιμη.

γ. Η αναφορά στην «κοινωνική ανοχή» και στη «λειτουργία του δημοκρατικού τρόπου ζωής» δημιουργεί την εύλογη σκέψη ότι τα υπάρχοντα μαθήματα- π.χ. στο δικό μας εκπαιδευτικό σύστημα- της «Κοινωνιολογίας» και της «Πολιτικής & Κοινωνικής Αγωγής» πρέπει να αναμορφωθούν και να συμπεριλάβουν υλικό που θα συνδέει την θρησκευτική γνώση με τη γνωριμία του «άλλου» και του «διαφορετικού», καθώς η αγωγή αυτή αποβλέπει στη διαμόρφωση του μαθητή σε αυριανό πολίτη μιας πολυφυλετικής, πολυθρησκευτικής και πολυπολιτισμικής κοινότητας. Φυσικά το παραδοσιακό μάθημα των θρησκευτικών πρέπει να εμπλουτιστεί με υλικό στα σχετικά θρησκειολογικά κεφάλαια, ώστε να καλλιεργεί στο μαθητή τα παραπάνω αναφερόμενα, ως επιθυμητά στη μελλοντική του στάση μέσα σε μια κοινωνία με τα προαναφερόμενα χαρακτηριστικά.

2. Αν και η «ελληνική κοινωνία» του 21ου αιώνα είναι μέρος της «σύγχρονης κοινωνίας», όπως την εννοεί η Κ.Σ. εντούτοις πρέπει κανείς να παραδεχτεί πως και ιδιαίτερα ανεκτική είναι σε θέματα θρησκευτικής ετερότητας αλλά και τα βιώματά της από κοινωνικά προβλήματα με θρησκευτικές ρίζες είναι περιορισμένα και όχι ιδιαίτερα έντονα. Η κατά τεκμήριον συμπαγής και ομοιογενής θρησκευτικά και εθνικά σύγχρονη ελληνική κοινωνία, οι σχετικά ολιγάριθμες διαφορετικές θρησκευτικές κοινότητες, η εμπειρία της μακραίωνης συνύπαρξης με αλλόδοξους και αλλόθρησκους (βλ. Τουρκοκρατία) και η ανακάλυψη τρόπων ειρηνικής συμπόρευσης, η δυνατότητα απαλλαγής παρακολούθησης του μαθήματος των θρησκευτικών από τους μη ορθόδοξους μαθητές και η σταδιακή υιοθέτηση εκ μέρους της σύγχρονης Ελληνικής Πολιτείας οδηγιών της Ευρωπαϊκής και Διεθνούς Κοινότητας για τον πλήρη σεβασμό κάθε θρησκευτικής μειονότητας, του δικαιώματος στην άρνηση παραδοχής και συμμόρφωσης  σε κοινωνικοπολιτικές  υποχρεώσεις- για θρησκευτικούς λόγους- Ελλήνων πολιτών, είναι δεδομένα που μέχρι τώρα έχουν απωθήσει στο περιθώριο της κοινωνικής  μας πραγματικότητος  «μισαλλόδοξες φονταμενταλιστικές κινήσεις, τρομοκρατικές ενέργειες, ξενοφοβία και εθνικές συγκρούσεις που έχουν και μια θρησκευτική πλευρά». Επομένως ο σημερινός ΄Ελληνας μαθητής και αυριανός πολίτης όχι μόνο της χώρας του αλλά και μιας διευρυμένης κοινότητας στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής ενοποίησης, δεν βιώνει με ένταση στο δικό του χώρο, φαινόμενα και γεγονότα που συνήθως παρακολουθούμε από τους τηλεοπτικούς δέκτες σε γειτονικές Ευρωπαϊκές και όχι μόνο χώρες. Στο αναντίρρητο αυτό δεδομένο έρχεται να προστεθεί και η δια της εκπαιδευτικής διαδικασίας παρεχόμενη ιστορική γνώση και πληροφόρηση η οποία, συμπεριλαμβανομένης και αυτής ενός θρησκευτικού μαθήματος με ομολογιακό μεν χαρακτήρα αλλά ανοικτών οριζόντων, συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας ισορροπημένης σε γενικές γραμμές προσωπικότητας χωρίς παρωπίδες.  Οι μεμονωμένες μισαλλόδοξες συμπεριφορές που επιθυμούν την άνιση μεταχείριση αλλόδοξων, αλλόθρησκων ή αλλοδαπών μαθητών, απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

3. Δεν είναι σίγουρο κατά πόσο η διαπίστωση της Κ.Σ. περί ελλιπούς ή αποδυναμωμένης θρησκευτικής οικογενειακής αγωγής, αφορά πλήρως και τη σύγχρονη Ελληνική πραγματικότητα. Πρέπει  το θέμα να τύχει ειδικής διερεύνησης- μέσω μιας δημοσκόπησης(;) ή μιας επιστημονικού χαρακτήρα έρευνας με ειδικό ερωτηματολόγιο (με υποστήριξη ίσως και από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο;) ? σε όλη την Ελληνική επικράτεια, δια των σχολικών μονάδων όλων των βαθμίδων, που θα απευθύνεται στους γονείς και τους κηδεμόνες των μαθητών. Η εμπειρία μας πάντως ως εκπαιδευτικών αλλά και μελών της Ορθόδοξης κοινότητας δείχνει τα εξής:

α) οι μαθητές μας διδάσκονται σε ικανοποιητικό βαθμό τα σχετικά με την Ορθόδοξη χριστιανική πίστη, προσαρμοσμένα κατάλληλα στις ανάγκες της κάθε ηλικίας.

β) η διδασκαλία αυτή συνοδεύεται και από μία σχετικά επαρκή  εμπειρική γνώση μέσω της συμμετοχής τους σε εκκλησιαστικές-λατρευτικές πράξεις σχολικού σχεδιασμού.

γ) η διδασκαλία αυτή εμπλουτίζεται με μία επαρκή  αναφορά σε άλλες θρησκείες  ενώ ενισχύεται από τη διδασκαλία του μαθήματος της Ιστορίας -ειδικά της Βυζαντινής/Μεσαιωνικής και των νεοτέρων χρόνων- δια του οποίου μεταφέρεται στους μαθητές  η γνώση σχετικά με μία κοινωνία του παρελθόντος αλλά με πολλά χαρακτηριστικά, που παραπέμπουν στη σημερινή πολυπολιτισμική κοινωνία  και στα προβλήματά της.

δ) η συμμετοχή των μαθητών μέσω των οικογενειών τους, σε λατρευτικά δρώμενα μεγάλων εορτών αρκετές φορές ετησίως, συμβάλλει  στη γνωριμία τους με την ουσία της πίστης τους , που εκφράζεται μέσα από ανοικτές, δημόσιες και ειρηνικές εκδηλώσεις, στις οποίες η προσωπική ενεργός συμμετοχή συνιστά μια ιδιαίτερη βιωματική λειτουργία που χαρακτηρίζει τη θρησκευτική τους συμπεριφορά.

4. Τα ΜΜΕ και ο ρόλος τους στη θρησκευτική παιδεία των πολιτών ή ο ρόλος του Ισλάμ στη σύγχρονη Δυτικοευρωπαϊκή κοινωνία πρέπει επειγόντως να γίνουν θέμα και αντικείμενο δημοσιογραφικής έρευνας και όχι μόνο. Η εμπειρία πάντως από την κατά κανόνα ειρηνική και χωρίς θρησκευτικού χαρακτήρα προβλήματα, συμβίωση Ορθοδόξων και Μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών στη Δυτική Θράκη αποτελεί ένα καλό παράδειγμα για τις Δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες  ανέφελης συνύπαρξης και κοινής πορείας  πολιτών διαφορετικής θρησκευτικής και πολιτιστικής παράδοσης  στην ίδια κρατική οντότητα, με ίσα δικαιώματα και ευκαιρίες.

5. Ευκταία η χωριστή πορεία πολιτικής και θρησκείας. Οι συντάκτες  του κειμένου εννοούν άραγε το σχήμα «Πολιτεία-Εκκλησία» ; Η θεώρηση στη συνέχεια περί συμβατότητος δημοκρατίας και θρησκείας οδηγεί πιθανώς σε άλλο συμπέρασμα. Η συνεργασία των δύο παραγόντων θεωρείται απαραίτητη  για την εξασφάλιση κοινωνικής γαλήνης και αποφυγή θρησκευτικών εξτρεμισμών.

6. Σημαντικός ο ρόλος της εκπαίδευσης μέσα από όλα σχεδόν τα μαθήματα  επειδή και η Ιστορία, η Κοινωνιολογία, η Φιλοσοφία, η Λογοτεχνία, η Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή, η Ιστορία της Τέχνης και του Πολιτισμού, η Γεωγραφία, η Ηθική, έχουν να συνεισφέρουν πολλά στην προσπάθεια του μαθήματος των θρησκευτικών, «συνεργαζόμενα» μαζί του στο πλαίσιο της διαθεματικής προσέγγισης της γνώσης.

Γίνεται επίσης σαφές ότι η προάσπιση από τις πολιτικές ηγεσίες, «της ελευθερίας της συνείδησης και της θρησκευτικής έκφρασης» δεν αντιστρατεύονται με την επιθυμητή εκπαίδευση στις θρησκείες, ως κύριου παράγοντα ενός γόνιμου ενδοθρησκειακού ή διαθρησκειακού διαλόγου και της ανάδειξης των πολιτιστικών  και κοινωνιολογικών στοιχείων κάθε θρησκείας.

Σ? αυτό το σημείο βέβαια πρέπει να υπογραμμιστεί, ότι η ελευθερία της συνείδησης και της θρησκευτικής έκφρασης, για να είναι ως όροι ρεαλιστικοί και συμβατοί με την επιθυμία των συντακτών του κειμένου « για προώθηση της πολιτιστικής και κοινωνικής έκφρασης των θρησκειών», θα πρέπει να συμβάλλουν στην δημιουργία ενός πλαισίου συμπεριφοράς του ατόμου, όπου π.χ. η μεταφορά και χρήση θρησκευτικών συμβόλων, δεν αποτελεί στοιχείο προπαγάνδας ή φανατισμού αλλά στοιχείο, που βοηθά στην γνωριμία με την πολιτιστική  παράδοση κάθε θρησκείας και τον τρόπο παρέμβασής της στο κοινωνικό  γίγνεσθαι. Είναι δηλ. πιθανό ότι η απαγόρευση από κάποιες κυβερνήσεις της μεταφοράς, ανάρτησης ή χρήσης θρησκευτικών συμβόλων, διαφόρων θρησκειών, όπως και η συμμόρφωση του θρησκευόμενου ατόμου σε εξωτερικά πλην αναγνωρίσιμα στοιχεία, υπαγορευόμενα από την πίστη του (λατρευτικά έθιμα, ενδυμασία κλπ) να είναι διαμετρικά αντίθετη  με την επιθυμία της συμβολής της εκπαίδευσης στην καταπολέμηση της άγνοιας και των παρανοήσεων σχετικά με τις θρησκείες. ΄Αλλωστε στην εγγύηση της ελευθερίας  της θρησκευτικής συνείδησης και έκφρασης περιλαμβάνονται όλα τα προηγούμενα διότι μόνον έτσι ενισχύεται ο θεσμός της εκπαίδευσης, εφόσον  αποδίδεται σ? αυτήν ένας ευρύτερος  ρόλος και όχι μόνο αυτός της μετάδοσης γνώσεων και πληροφοριών.

Η παρουσία επομένως μαθητών με διαφορετική πίστη σε ένα σχολικό περιβάλλον, το οποίο εγγυάται μέσω ενός καλά δομημένου και λειτουργικού θεσμικού πλαισίου, την αδιατάρακτη συμβίωσή τους, αποτελεί στόχο και επιθυμητό αποτέλεσμα μιας αφανάτιστης θρησκευτικά εκπαίδευσης, εντός της οποίας το ιδιαίτερο μάθημα των θρησκευτικών  θα παίζει το ρόλο του «διευθυντή ορχήστρας» δίνοντας τον τόνο και τον τρόπο.

7. Η επόμενη παράγραφος του κειμένου της σύστασης  ενισχύει νομίζω τις προηγούμενες σκέψεις. Αφού το σχολείο θεωρείται  «ισχυρό συστατικό της εκπαίδευσης» και φιλοδοξεί μέσα από την «καλλιέργεια του κριτικού πνεύματος και του διαπολιτισμικού διαλόγου» να εμπνεύσει στους μαθητές «μια συμπεριφορά ανοχής» και να καταπολεμήσει το φανατισμό, δεν μπορεί να γίνει κατανοητό, πως είναι δυνατόν να προκύψει ένα τέτοιο περιβάλλον, όπου ένα σχολείο ή ένα εκπαιδευτικό σύστημα αποκλείει με κατηγορηματικό τρόπο την εκδήλωση-με όλους τους τρόπους-της θρησκευτικής ταυτότητας των μαθητών, οι οποίοι αποτελούν μέλη της ίδιας μαθητικής κοινότητας. Ένα περιβάλλον δηλαδή που στερεί τη δυνατότητα στους μαθητές να ζήσουν στη πράξη, όσα διδάσκονται στη θεωρία. Με την τελευταία διατύπωση δεν εννοείται μόνο  η απλή μετάδοση γνώσεων μέσω μιας θρησκευτικής διδασκαλίας αλλά ο συνολικός προορισμός του σχολείου αφού μέσα στους γενικούς σκοπούς του είναι η κοινωνικοποίηση των μαθητών, η προετοιμασία για την ένταξή τους στην κοινωνία της χώρας τους και την ενσωμάτωσή τους σε μια ευρύτερη-ίσως παγκοσμιοποιημένη-κοινότητα ανθρώπων, όπου η συνάντηση με την θρησκευτική και πολιτιστική ετερότητα αποτελεί μόνιμη και καθημερινή εμπειρία. Η οικειοποίηση από τους μαθητές και αυριανούς πολίτες συμπεριφορών σεβασμού και κατανόησης είναι ευκολότερη διαδικασία σε ένα σχολείο ? εργαστήριο άμεσης και πρακτικής εφαρμογής των θεωρητικών δεδομένων της διδασκαλίας των θρησκειών μέσα στη σχολική τάξη, από τα μέλη της μαθητικής κοινότητας.

8. Αποτελεί ιδιαίτερα ενθαρρυντικό στοιχείο  η κατοχύρωση της άποψης, πως η γνώση των θρησκειών, που  διευκολύνεται  και από τη  διδασκαλία τους στο σχολείο,  αποτελεί «θεμελιώδες τμήμα της Ιστορίας της ανθρωπότητας  και του πολιτισμού». Η επισήμανση επίσης για τις χώρες όπου υπερισχύει μια θρησκεία αποτελεί μία επιπλέον αναγνώριση, που έχει ιδιαίτερη σημασία για τη χώρα μας. Το ισχύον εκπαιδευτικό μοντέλο, που δίνει «φωνή» και σε άλλες θρησκείες και κινήσεις -ίσως όχι στον επιθυμητό από το κείμενο της σύστασης βαθμό- μπορεί να αποτελέσει οδηγό για εκπαιδευτικά συστήματα άλλων χωρών με παρόμοια προς τη χώρα μας « θρησκευτική γεωγραφία». Η επικουρική συνδρομή και άλλων μαθημάτων του σχολικού προγράμματος, όπως ήδη προαναφέρθηκε, θεωρείται ως απολύτως απαραίτητη, αφού η θρησκεία εισχωρεί βαθειά στην ιστορία και τον πολιτισμό κάθε τόπου, διεκδικώντας σημαντικό μερίδιο στη διαμόρφωση της πρώτης και στην έκφραση της δεύτερης.

9. Το κείμενο της Σύστασης περιγράφοντας τα διάφορα ισχύοντα εκπαιδευτικά συστήματα στην Ευρώπη και τον τρόπο διδασκαλίας της θρησκείας ή των θρησκειών προβαίνει σε μια αξιοπρόσεκτη παραδοχή. Δεν αντιπολιτεύεται ευθέως την λειτουργία των ποικίλων αυτών εκπαιδευτικών συστημάτων  και τον τρόπο διάρθρωσης του προγράμματος διδασκαλίας και του περιεχομένου του. Επομένως αναγνωρίζει κατά κάποιον τρόπο την δυνατότητα, που έχει κάθε χώρα στον ελεύθερο χειρισμό της θρησκευτικής διδασκαλίας. Αφήνει ασχολίαστο το γεγονός της απαγόρευσης μεταφοράς ή χρήσης θρησκευτικών συμβόλων σε κάποιες χώρες, ίσως γιατί δεν την αφορά ως θέμα, εκφράζοντας έτσι έμμεσα την σιωπηρή της ανοχή. Ωστόσο  δεν  προβάλλει το θέμα ως άξιο μιμήσεως από  τις άλλες χώρες ούτε με οποιοδήποτε τρόπο συνιστά την υιοθέτησή του.

10. ΄Οσον αφορά στη διαθεσιμότητα προσοντούχων και κατάλληλα εκπαιδευμένων  εκπαιδευτικών για την «συγκριτική διδασκαλία» διαφορετικών θρησκειών, το σχέδιο της σύστασης ασφαλώς πάσχει, προφανώς λόγω ελλειπούς πληροφόρησης. Το Ελληνικό μοντέλο της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εντός του οποίου δραστηριοποιούνται οργανικά ενταγμένες δύο Θεολογικές σχολές (με 4 τμήματα) φαίνεται από το απόλυτο της διατύπωσης  «δυστυχώς σε όλη την Ευρώπη?» να παραβλέπεται ή και ενδεχομένως να αγνοείται. Στα προγράμματα σπουδών των Θεολογικών σχολών περιλαμβάνονται αρκετά μαθήματα είτε θρησκειολογικού περιεχομένου είτε βαθύτερης μελέτης διαφόρων παραμέτρων του θρησκευτικού φαινομένου, τα οποία διδάσκονται από καθηγητές με ειδικές σπουδές αλλά και εμπειρία ζωής σε χώρες άλλων μεγάλων θρησκειών εκτός του Χριστιανικού λεγομένου κόσμου. Η πρόταση ιδρύσεως Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου εκπαίδευσης επομένως θεωρείται ως μη αφορώσα άμεσα την τρέχουσα Ελληνική πραγματικότητα, εφόσον η σημειουμένη έλλειψη στην Ευρώπη, εδώ καλύπτεται επαρκώς από τους πτυχιούχους των Θεολογικών σχολών, οι οποίες ως τμήματα του Δημόσιου Πανεπιστημίου, διακονούν με επάρκεια αυτό το τομέα.

11. Το σχολείο όπως είναι γνωστό έχει ως σκοπό να προσφέρει αγωγή. Η αγωγή ως όρος, υποδηλώνει την πρόθεση της εκπαίδευσης να καθοδηγήσει το νέο άνθρωπο στην ανακάλυψη της γνώσης (του εαυτού του και του κόσμου του) και στην οικειοποίηση-εφαρμογή αυτής της γνώσης, σε βαθμό που θα είναι πρακτικά χρήσιμη στη ζωή του. Προφανώς ο σκοπός του σχολείου δεν είναι τόσο η εις βάθος απασχόληση με τα διάφορα γνωστικά αντικείμενα όσο η εις πλάτος θεώρησή τους. Δεν είναι δυνατόν επομένως  οι « θρησκείες» ως αντικείμενο διδασκαλίας να τύχουν, κατ΄ εξαίρεσιν, ειδικής και ιδιαίτερης σπουδής και μελέτης. Ο μαθητής δεν είναι ερευνητής ούτε λειτουργεί με επιστημονικές προϋποθέσεις.

12. Είναι αξιοσημείωτη η αναφορά του σχεδίου σύστασης στις ονομαζόμενες «θρησκείες της Βίβλου». Είναι σαφές ότι αναγνωρίζεται δημοσίως πως συστατικό στοιχείο του πολιτισμού της Ευρώπης αποτελούν οι παραδόσεις και η διδασκαλία των τριών αυτών θρησκειών. Η Ευρωπαϊκή  λογοτεχνία, τέχνη, φιλοσοφία και κοινωνία οφείλουν πολλά στις παραπάνω θρησκευτικές παραδόσεις που αν και εισηγμένες και οι τρεις σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και κάτω από διαφορετικές ιστορικές συνθήκες βρήκαν γόνιμο έδαφος ανάπτυξης. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ακόμη και μέσα από τους θρησκευτικούς πολέμους, τις αντιμαχόμενες με σφοδρότητα Χριστιανικές ομολογίες, τις διώξεις των «αιρετικών» και του Εβραϊκού στοιχείου παλιά και πρόσφατα, την Σταυροφορικού χαρακτήρα αντιμετώπιση του Ισλάμ εντός και εκτός Ευρωπαϊκού εδάφους, διαμορφώθηκε η ιστορική συνείδηση της Ευρώπης, η οποία τοποθετήθηκε αργότερα  απέναντι στις μεγάλες προκλήσεις και αλλαγές, που εξακολουθούν  μέχρι σήμερα να αποτελούν ισχυρούς παράγοντες διαμόρφωσης και ανάπλασης  της Ευρωπαϊκής κοινωνίας. Η μη αναφορά σε άλλες θρησκείες (π.χ. Ανατολικές), παρά το γεγονός της παρουσίας μεγάλου αριθμού μεταναστών από πρώην αποικίες  ευρωπαϊκών χωρών, υποδηλώνει την πρόθεση των συντακτών του κειμένου της σύστασης, να υπογραμμίσουν ότι:

α) Η Ευρώπη παραμένει σταθερά προσανατολισμένη στις αξίες που διδάσκουν οι τρεις αυτές μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες, οι οποίες ως καταγόμενες από τη Βίβλο, θεωρούνται κατά κάποιο τρόπο ως « συγκοινωνούντα δοχεία», αφού η παράδοση της μιας περιέχεται κατά κάποιο τρόπο, εν μέρει, στις παραδόσεις των άλλων δύο.

β) Η κοινωνία της Ευρώπης υιοθετώντας αρχές και αξίες ζωής που απορρέουν από την διδασκαλία των τριών αυτών θρησκειών, αναζητά τρόπους βαθύτερης και ουσιαστικότερης επαφής των πολιτών της με την πηγή  αυτών των θρησκευτικών παραδόσεων, που είναι η Βίβλος.

γ) Η θρησκευτική αγωγή των Ευρωπαίων μαθητών μέσα από το σχολείο θα πρέπει να αποσκοπεί στη γνωριμία τους με τη διδασκαλία, λατρεία και ζωή των τριών αυτών μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών κυρίως.

δ) Με δεδομένη την Πανευρωπαϊκή διάσταση του κειμένου της σύστασης του Συμβουλίου της Ευρώπης, μπορεί κανείς με αρκετή σιγουριά να υποθέσει, ότι ο μελλοντικός σχεδιασμός και προσανατολισμός του θρησκευτικού μαθήματος στο Ευρωπαϊκό σχολείο,  αφορά και στις χώρες εκείνες, στις οποίες για διάφορους λόγους, το εν λόγω μάθημα απουσιάζει σήμερα από τα αναλυτικά προγράμματα των σχολείων τους. Επομένως όλες οι χώρες-μέλη θα πρέπει να αναπροσαρμόσουν τα προγράμματά τους, εφόσον η ανωτέρω σύσταση εξελιχθεί σε απόφαση της επιτροπής των αρμοδίων υπουργών Παιδείας, δεσμευτική για όλους και άρα άμεσα υλοποιήσιμη.

ε) Η Ευρώπη προσβλέπει στην ευεργετική επίδραση  της παρουσίας των θρησκειών αυτών, ώστε και μέσω της εκπαίδευσης, να συντελέσουν στην οικοδόμηση μιας υγιούς, ανεκτικής  και δημοκρατικής κοινωνίας, τα μέλη της οποίας θα ζουν απαλλαγμένα από φονταμενταλιστικές τάσεις, φανατισμούς και μισαλλοδοξίες, με σεβασμό στις αξίες , που υπερασπίζεται για όλους τους πολίτες της ανεξαιρέτως, η Ευρωπαϊκή ΄Ενωση.

13.1. Το κείμενο ομιλεί για «δυνατές προσεγγίσεις διδασκαλίας των θρησκειών στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο-Λύκειο». Είναι προφανές, ότι αναγνωρίζει τις δυσκολίες ενός τέτοιου εγχειρήματος και όσον αφορά στην ένταξη του μαθήματος στο πρόγραμμα, στη μεθοδολογία, στο περιεχόμενο της ύλης, στην οργάνωση του μαθήματος, στη συγγραφή των αντίστοιχων διδακτικών βιβλίων για κάθε βαθμίδα.

13.2. Είναι επίσης προφανές όταν μιλάει για «κατάρτιση εκπαιδευτικών» διδασκόντων το μάθημα δεν λαμβάνει υπόψιν την Ελληνική πραγματικότητα με τους διδάσκοντες Θεολόγους-εκπαιδευτικούς, απόφοιτους των προαναφερθεισών Θεολογικών Πανεπιστημιακών σχολών. Η σύσταση κάνει λόγο ουσιαστικά για διαρκή επιμόρφωση των διδασκόντων το μάθημα, ανεξαρτήτως ειδικότητος εκπαιδευτικών, χωρίς βέβαια και αυτό να είναι απολύτως σαφές,  καθώς οι αναγνώσεις και ερμηνείες της παραγράφου αυτής είναι περισσότερες. ενδεχομένως να εννοεί δύο διαφορετικές  δυνατότητες επιμόρφωσης: για κάποιους με την είσοδό τους στην εκπαίδευση και για κάποιους άλλους που ήδη υπηρετούν, τη δυνατότητα απόκτησης μέσω ειδικών προγραμμάτων  και άλλης ειδικότητος. Με αυτό τον τρόπο εισάγει πιθανώς  το «μοντέλο» των πολλαπλών ειδικοτήτων για τους διδάσκοντες το μάθημα μαζί με άλλα, θεωρώντας ότι το αντικείμενο «διδασκαλία των θρησκειών»  αφορά όλους τους εκπαιδευτικούς ανεξάρτητα με τις αρχικές βασικές τους σπουδές.

13.3. Η ίδρυση και λειτουργία ενός κεντρικού φορέα που θα εποπτεύει και θα κατευθύνει το έργο της κατάρτισης των εκπαιδευτικών στη συγκριτική μελέτη των θρησκειών θεωρείται βασική προϋπόθεση για την επιτυχή έκβαση του εγχειρήματος της διδασκαλίας μαθήματος με θρησκειολογικό περιεχόμενο. Η αναφορά της σύστασης στο θέμα αυτό είναι πολύ γενικόλογη και αόριστη, επιτρέποντας διάφορες εικασίες. Το Ινστιτούτο αυτό θα διαθέτει παραρτήματα σε κάθε χώρα μέλος; Ποιοι και πως θα επιλέγονται ως διδακτικό προσωπικό; Ποιος θα καταρτίσει το πρόγραμμα σπουδών; Πόσο θα λαμβάνονται υπόψιν οι ιδιαιτερότητες κάθε χώρας; Το ΄Ιδρυμα αυτό  θα ενταχθεί στα υπάρχοντα τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα ή θα αποτελεί αυτόνομο και ανεξάρτητο φορέα με ειδική αποστολή; Θα παρέχει βασική γνώση και θα απονέμει τίτλο σπουδών ισοδύναμο με τα πτυχία άλλων σχολών ή  τίτλο επιμόρφωσης μεταπτυχιακού επιπέδου; Πως θα γίνεται η εισαγωγή των υποψηφίων γι? αυτήν την κατάρτιση; Θα διδάσκονται όλες οι θρησκείες ή μόνο οι προαναφερόμενες θρησκείες της Βίβλου; Ποιος θα είναι υπεύθυνος για την συγγραφή των διδακτικών εγχειριδίων;

13.4. Τίθεται ως στόχος ενός τέτοιου θρησκειολογικού μαθήματος για τους μαθητές της α/θμιας και β/θμιας εκπαίδευσης:

α) η βαθύτερη και ουσιαστική γνωριμία τους με Ι. τη θρησκεία της χώρας τους ΙΙ. τη θρησκεία των γειτονικών τους χωρών (Σημ: Μιλώντας όμως για Ευρωπαϊκές χώρες ακόμα και με άνοιγμα ανατολικά ?βλ. Τουρκία- αναφερόμαστε μόνο στις τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες)

β) την άσκησή τους, στην ανοχή του άλλου πιστού ή αθέου και στην ειρηνική συμβίωση μαζί του. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αναδειχθεί το γεγονός, ότι δεν παραβλέπεται η ανάγκη γνώσης-γνωριμίας, μέσω διδασκαλίας στο σχολείο, της επικρατούσης θρησκείας της χώρας τους. Η γνώση αυτή θεωρείται ως κύρια προϋπόθεση για την ασφαλή και επιτυχή προσέγγιση των άλλων θρησκειών. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα  η διδασκαλία του μαθήματος σύμφωνα με το αναλυτικό πρόγραμμα στη χώρα μας, καλύπτει σε μεγάλο βαθμό τις απαιτήσεις που τίθενται στο κείμενο της σύστασης.

Η μόνη μας ένσταση αφορά στη χρησιμότητα όσο και στη δυνατότητα επέκτασης της διδασκαλίας ενός θρησκειολογικού μαθήματος σε όλο το φάσμα της εκπαίδευσης των παιδιών και ειδικά στην Α/θμια βαθμίδα.  Οι ανάγκες των μικρών μαθητών και οι προσληπτικές τους ικανότητες, καθιστούν προβληματική την υλοποίηση,  για την περίπτωσή τους, του συγκεκριμένου σημείου της σύστασης.

14.2 & 3. Το ισχύον σήμερα και στη β/θμια εκπαίδευση της χώρας μας αναλυτικό πρόγραμμα (βλ. Β΄Λυκείου) προβλέπει τη διδασκαλία της ιστορίας των μεγάλων θρησκειών και παράλληλα συμβάλλει στην εκπαίδευση των αυριανών πολιτών της χώρας, για την αντιμετώπιση του θρησκευτικού φανατισμού και της μισαλλοδοξίας  ενώ διαλέγεται ακόμη και με την αθεϊα, με τη συνδρομή συγκεκριμένων διδακτικών ενοτήτων.

14.4 Είναι σαφές ότι το μάθημα των θρησκευτικών στη χώρα μας ?αν και με  έντονα ομολογιακό χαρακτήρα? εντούτοις δεν αποσκοπεί στην κατήχηση των μαθητών, ούτε με οποιοδήποτε τρόπο αξιολογεί ή βαθμολογεί  την πίστη τους. Είναι μάθημα με σκοπό τη  γνώση και την διαμόρφωση συγκεκριμένης θρησκευτικής συνείδησης (ορθόδοξης), όπως ορίζει ο ισχύων Νόμος-πλαίσιο αλλά πάντα με την συνδρομή του κριτικού πνεύματος και την ενθάρρυνση του εποικοδομητικού διαλόγου. Διδάσκεται από εκπαιδευτικούς που διορίζονται από την Πολιτεία και ελέγχονται από αυτήν για την επάρκεια των γνώσεών τους, τις μεθόδους που ακολουθούν και την γενικότερη συμπεριφορά τους απέναντι στους μαθητές.

14.5 Σύμφωνα με το κείμενο της σύστασης ως καταλληλότεροι για τη διδασκαλία του μαθήματος κρίνονται αυτοί που έχουν σπουδές γύρω από τον Πολιτισμό και τα Γράμματα( φιλόλογοι, φιλόσοφοι, ιστορικοί, αρχαιολόγοι, κοινωνιολόγοι).Για μια ακόμη φορά αγνοείται το Ελληνικό μοντέλο (πτυχιούχοι θεολογικών σχολών) αφού αυτό είναι ίσως μοναδικό στην σημερινή εκπαιδευτική Ευρωπαϊκή πραγματικότητα.

Δεν αποκλείονται ωστόσο και άλλοι των οποίων οι βασικές σπουδές αφορούν άλλα γνωστικά αντικείμενα. Ένα καλό παράδειγμα παρόμοιας πρακτικής αποτελεί  η περίπτωση  της διδασκαλίας αναλόγου μαθήματος στη Δανία στην οποία, όπως και στην χώρα μας,  η χριστιανική εκδοχή του Λουθηρανικού δόγματος  χαρακτηρίζεται ως επικρατούσα θρησκεία.

Εκεί οι εκπαιδευτικοί που καλούνται να διδάξουν το σχετικό μάθημα στο πλαίσιο της θρησκευτικής αγωγής κατέχουν δύο τουλάχιστον ειδικότητες, όχι απαραίτητα συγγενείς μεταξύ τους.

Από όλα τα παραπάνω προκύπτει πως η σύσταση του Ευρωπαϊκού αυτού οργάνου αξιολογεί και αξιοποιεί όλα σχεδόν τα δεδομένα των επιμέρους -κατά χώρα- εκπαιδευτικών συστημάτων ενώ αναγνωρίζει την ανάγκη συνεργασίας πολλών φορέων για την επιτυχή εφαρμογή αρχών και μεθόδων προς την κατεύθυνση μιας πλουραλιστικής και -κατά το δυνατόν ενιαίας- θρησκευτικής εκπαίδευσης, η οποία θα συμβάλει στην άμβλυνση παθών και στην καταλλαγή μεταξύ ετερόθρησκων κοινωνικών ομάδων. Η αναγνώριση των τοπικών ιδιαιτεροτήτων στη διαμόρφωση ενός λειτουργικού πλαισίου εκπαιδευτικής δράσης αποτελεί ομοίως ένα αξιοσημείωτο στοιχείο της σύστασης, αφού δεν παρακάμπτει ούτε παραγνωρίζει την επικρατούσα θρησκευτική ιδιαιτερότητα ως δομικό στοιχείο μιας εθνικής ταυτότητας και ιστορικής-πολιτιστικής κληρονομιάς.