Σχόλια και παρατηρήσεις στο Δελτίο Τύπου του ΣτΕ: Αποφάσεις ΣτΕ Ολ. 1749-1752/2019, Προγράμματα σπουδών μαθήματος θρησκευτικών δημοτικού, γυμνασίου και λυκείου

 

Επίκουρου Καθηγητή

του Τμήματος Θεολογίας ΕΚΠΑ

Σταύρου Γιαγκάζογλου

 

 

 

 

Σύμφωνα με το ΣτΕ:

Α. «πρέπει να επιδιώκεται η ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης και ότι το μάθημα αυτό απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές»:

Σχόλιο:
1. Τα νέα Προγράμματα Σπουδών (ΠΣ) σαφώς επιδιώκουν την ανάπτυξη ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης και αυτό απορρέει από τους σκοπούς και τα περιεχόμενά τους. Μόνο που η σπουδή αυτή δεν γίνεται ερήμην των άλλων χριστιανικών παραδόσεων και των άλλων θρησκειών, γιατί αυτό επιτάσσει η σύγχρονη επιστημονική, θεολογική και παιδαγωγική αντίληψη του μαθήματος των Θρησκευτικών (ΜτΘ). Η απόφαση του ΣτΕ συρρικνώνει το ΜτΘ σε απλή ενοριακή κατήχηση στο Δημόσιο σχολείο, και μεταβάλει το σύγχρονο σχολείο του 21ου αιώνα σε ένα σχολείο το οποίο ουσιαστικά αρνείται να διαχειριστεί τη θρησκευτική ετερότητα σε τόσο κρίσιμους καιρούς. Συνεπώς, είναι παντελώς ανυπόστατη η κατηγορία ότι στα νέα ΠΣ της υποχρεωτικής εκπαίδευσης παραγνωρίζεται ή παραγκωνίζεται η Ορθόδοξη πίστη.

 


Οι μαθητές δεν καλούνται να μελετήσουν σε βάθος άλλες θρησκείες, αλλά απλώς να εντάξουν στο πεδίο των θρησκευτικών τους γνώσεων κάποια στοιχεία για τις θρησκείες αυτές, ενώ φυσικά στα θέματα του μαθήματος σε όλες τις τάξεις είναι κυρίαρχη η παρουσία της Ορθοδοξίας (πίστη-θεολογία-λατρεία-ζωή-τέχνη). Τα νέα ΠΣ, όμως, δεν μπορούσαν να μη λάβουν σοβαρά υπόψη τους, ότι στον σύγχρονο κόσμο οι μαθητές – ακόμη και των τάξεων του Δημοτικού- έχουν πολλές ευκαιρίες να πληροφορηθούν –συχνά με μη έγκυρο έως και επιζήμιο τρόπο– από πολλές πηγές (τηλεόραση-βιντεοπαιχνίδια-κινηματογράφος-διαδίκτυο), δεδομένα που αφορούν στην πίστη και στη λατρεία απω-ανατολικών κυρίως θρησκειών και των ποικίλων παραφυάδων τους, όπως εμφανίζονται στον δυτικό κόσμο.

Επομένως, ένα σοβαρό σχολικό μάθημα Θρησκευτικών, που αισθάνεται τον «παλμό» των εξελίξεων στη σύγχρονη κοινωνία, δεν θα ήταν δυνατόν να αδιαφορήσει για τη σωστή και υπεύθυνη ενημέρωση των μικρών μαθητών με απώτερο στόχο την αποφυγή της παραπληροφόρησης και των συνεπαγόμενων κινδύνων. Η διαστρωμάτωση της ύλης σχετικά με την Ορθόδοξη διδασκαλία, με τις άλλες χριστιανικές ομολογίες και με τις λοιπές μεγάλες θρησκείες, είναι απολύτως σαφής και διακριτή τόσο μέσα στο ΠΣ της υποχρεωτικής εκπαίδευσης όσο και στο νέο ΠΣ του Λυκείου, όπου δικαιολογούνται με επάρκεια οι θεματικές επιλογές, οι οποίες πάντως κινούνται εντός του νομιμοποιητικού πλαισίου του ισχύοντος νόμου (Ν.1566). Πώς είναι δυνατό να κρίνεται αρνητικά η αναφορά στις άλλες χριστιανικές παραδόσεις της Ευρώπης και στις άλλες μεγάλες θρησκείες του κόσμου, μολονότι είμαστε χώρα μέλος της Ε.Ε. και μολονότι η Ορθόδοξη Εκκλησία διεξάγει εδώ και δεκαετίες επίσημο θεολογικό διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς και τους Προτεστάντες, αλλά και ειρηνικούς διαθρησκειακούς διαλόγους, μολονότι στην Ελλάδα υφίσταται μουσουλμανική μειονότητα, υπάρχουν επί αιώνες εβραϊκές κοινότητες, Ρωμαιοκαθολικοί και Προτεστάντες, ενώ η προσφυγική κρίση και η γενικότερη μετακίνηση ανθρώπων από την Ασία και την Αφρική και από άλλες περιοχές μας φέρνει διαρκώς αντιμέτωπους με τον θρησκευτικά και πολιτισμικά άλλον, μολονότι οι Ρωμαιοκαθολικοί λόγω μετανάστευσης είναι γύρω στις 400.000, ότι στην Αττική σήμερα διαβιούν περί τους 250.000 Μουσουλμάνοι, μολονότι ήδη έχουμε μεταστροφές στο Ισλάμ, μολονότι έχουμε μικτούς γάμους εδώ και δεκαετίες…

2. Η αναφορά αυτή του ΣτΕ αφορά ένα κλειστό κατηχητικό και όχι απλά ομολογιακό μάθημα, το οποίο προτιμά να μην απευθύνεται σε μη ορθόδοξους μαθητές. Ωστόσο, το ΜτΘ ως απλό κατηχητικό μάθημα σύμφωνα με την απόφαση του ΣτΕ δεν μπορεί να έχει ούτε θρησκειολογικές αναφορές και ασφαλώς δεν μπορεί να είναι ούτε κριτικό, ούτε πλουραλιστικό ούτε αντικειμενικό.

3. Απαλλαγές του ΜτΘ στο ελληνικό σχολείο υπάρχουν σχεδόν από τον μεσοπόλεμο. Ουδέποτε ίσχυε, όπως, ότι το ΜτΘ απευθυνόταν αποκλειστικά και μόνο στους ορθόδοξους χριστιανούς. Ως υποχρεωτικό μάθημα απευθυνόταν σε όλους τους μαθητές, ωστόσο, έδινε τη δυνατότητα απαλλαγής, εφόσον το επιθυμούσαν, στους μη ορθόδοξους ή άθεους.

Σύμφωνα με το ΣτΕ:

Β. «οι ετερόδοξοι, αλλόθρησκοι ή άθεοι μαθητές έχουν δικαίωμα πλήρους απαλλαγής από το μάθημα με την υποβολή σχετικής δήλωσης, η οποία θα μπορούσε να γίνει με μόνη την επίκληση λόγων θρησκευτικής συνείδησης, η δε Πολιτεία οφείλει, εφόσον συγκεντρώνεται ικανός αριθμός μαθητών που απαλλάσσονται, να προβλέψει τη διδασκαλία ισότιμου μαθήματος προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος ‘ελεύθερης ώρας’»:

Σχόλιο:

1. Η θέση αυτή του ΣτΕ αναγνωρίζει ότι η συνταγματική αναφορά για την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης αφορά, πέραν της Ορθοδοξίας, και άλλες ιστορικές παρουσίες ετεροδόξων και ετεροθρήσκων στην Ελλάδα. Γι’ αυτό και η απόφαση του ΣτΕ προτείνει ισότιμο, δηλαδή, ομολογιακό μάθημα «εφόσον συγκεντρώνεται ικανός αριθμός μαθητών που απαλλάσσονται».

2. Ωστόσο, η επίκληση λόγων θρησκευτικής συνείδησης σε συνδυασμό με τη σχετική απόφαση της Ανεξάρτητης Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και την υπουργική απόφαση για την απάλειψη της αναγραφής του θρησκεύματος πρακτικά μπορεί να οδηγήσει κάθε μαθητή στην απλή επίκληση λόγων συνείδησης και έτσι πλέον το ΜτΘ καθίσταται de facto προαιρετικό για όλους άρα και για τους ορθόδοξους μαθητές. Άλλωστε από που θα τεκμαίρεται ότι κάποιος είναι ή δεν είναι ορθόδοξος; Και βάσει ποιας κανονιστικής διάταξης θα υποχρεώνεται κάποιος να παρακολουθεί το ορθόδοξο ή το καθολικό, ή το προτεσταντικό ή το ισλαμικό ή το εβραϊκό ομολογιακό (ισότιμο) μάθημα;

3. Η ενδεχόμενη ύπαρξη παράλληλων μαθημάτων για άλλα δόγματα ή θρησκεύματα θα διαμορφώσει καταστάσεις ομοσπονδοποίησης του ΜτΘ στα σχολεία, όπου διάφορα μαθήματα Θρησκευτικών είναι δυνατό στο μέλλον να αναπτύσσονται και να ανταγωνίζονται το ένα το άλλο, προκαλώντας εντάσεις μισαλλοδοξίας και εστίες θρησκευτικού φονταμενταλισμού στο ελληνικό σχολείο. Από το χωριστό μάθημα για κάθε θρησκεία, υπάρχει ο κίνδυνος να εμφανισθεί στα σχολεία ένα πρωτόγνωρο για την Ελλάδα φαινόμενο, αυτό  της θρησκευτικής ομοσπονδοποίησης του σχολείου. Η δε θρησκευτική ομοσπονδοποίηση του σχολείου μπορεί να οδηγήσει μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα στην παράδοση της ευθύνης του θρησκευτικού μαθήματος από την Πολιτεία στις επιμέρους θρησκευτικές κοινότητες. Το ζητούμενο δεν πρέπει και δεν μπορεί να είναι η κοινοτιστική, εθνοτική και θρησκευτική πολυδιάσπαση του δημόσιου σχολείου (που εγκυμονεί πολιτικούς και εθνικούς κινδύνους), αλλά η καλλιέργεια πνεύματος συνεργασίας, αλληλοκατανόησης και καταλλαγής.

3. Πρακτικά δεν μπορεί να υπάρξει για όλους μάθημα Θρησκευτικών (ετερόδοξοι χριστιανοί, ετερόθρησκοι) και συνεπώς πολλοί μαθητές θα αποκλείονται εκ των πραγμάτων στο δημόσιο σχολείο από τη σχολική θρησκευτική εκπαίδευση.

4. Πιθανώς το μόνο μάθημα Θρησκευτικών που θα μπορεί να συγκεντρώνει ικανό αριθμό ετερόθρησκων μαθητών σε ορισμένα σχολεία θα είναι μόνο ένα μάθημα για το Ισλάμ.

Σύμφωνα με το ΣτΕ:

Γ. «Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, τα επίδικα προγράμματα σπουδών, όπως προκύπτει από τους σκοπούς και το περιεχόμενό τους, δεν αποβλέπουν στην ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των ορθόδοξων μαθητών, διότι τα μεν προγράμματα του δημοτικού και του γυμνασίου δεν περιέχουν ολοκληρωμένη -και διακριτή έναντι άλλων δογμάτων και θρησκειών- διδασκαλία των δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων της ορθόδοξης εκκλησίας, το δε πρόγραμμα του λυκείου είναι αποσυνδεδεμένο από τη διδασκαλία αυτή»:

Σχόλιο:
1. Τα προγράμματα σπουδών του Δημοτικού και του Γυμνασίου περιέχουν ικανή ύλη για την ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης. Ουδέποτε και σε κανένα γνωστικό αντικείμενο είναι δυνατό να υπάρξει πλήρης ανάπτυξη όλης της ύλης του στο σχολείο (ακόμη και στο πανεπιστήμιο), παρά μόνο με επιστημονικά και εκπαιδευτικά κριτήρια επιλογή του εφικτού, του παιδαγωγικά πρόσφορου και του βασικού.

2. Οι αναφορές των νέων ΠΣ στα άλλα θρησκεύματα είναι πάντοτε διακριτές σε σχέση με το ορθόδοξο δόγμα. Η διάκριση αυτή κατέστη σαφέστερη ύστερα και από τον εκτεταμένο διάλογο του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής με την αρμόδια επιτροπή της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Το γεγονός αυτό μάλλον δεν ελήφθη καθόλου υπόψη από το ΣτΕ.

3. Το πλήθος των πολυτροπικών κειμένων, των μνημείων και άλλων εικονογραφικών και οπτικοακουστικών στοιχείων, των προσώπων και των γεγονότων που αφορούν την Ορθόδοξη Εκκλησία στα νέα ΠΣ δείχνει ότι ουδέποτε σχεδιάστηκε μάθημα με τόσο πλούσιο υλικό από και για την Ορθόδοξη Παράδοση.

4. Το πρόγραμμα του Λυκείου αφορά τις ηλικίες των εφήβων και αναφέρεται σε κρίσιμα υπαρξιακά, ηθικά και κοινωνικά ζητήματα σε σχέση με την Ορθόδοξη Παράδοση και το νόημά της στα σημερινά προβλήματα του κόσμου και του ανθρώπου. Και εδώ οι αναφορές σε άλλες θρησκευτικές παραδόσεις είναι διακριτές.

5. Όταν η πολιτεία δεν ζητά από κανέναν διδάσκοντα πιστοποιητικό θρησκευτικής συνείδησης ή φρονημάτων, παρά μόνο το πτυχίο του ως εκπαιδευτικού θεολόγου ή ως δασκάλου, για να διδάξει το ΜτΘ, πώς μπορεί να ασκηθεί έλεγχος και από ποιους, αν το ΜτΘ είναι ακραιφνώς ορθόδοξο, όπως το θέλει το ΣτΕ; Τα όποια συνακόλουθα προγράμματα σπουδών ή βιβλία ή υλικά ενός αποκλειστικά και ακραιφνώς ορθόδοξου μαθήματος αρκούν ή αντέχουν σε ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα στον ανοικτό και διαλεγόμενο κόσμο μας, όπου διακινούνται ραγδαία όλες οι γνώσεις, οι πληροφορίες κ.λπ., αν δεν έχουμε εμπιστοσύνη πρώτα και κύρια στον ίδιο τον εκπαιδευτικό; «Άραγε, με ποιο κριτήριο μπορεί να χαρακτηριστεί ένα διδακτικό θέμα ή υλικό ως ορθόδοξο; Με το κριτήριο της προέλευσής του ή μήπως της μαθησιακής στόχευσης, της διδακτικής χρήσης και του μαθησιακού αποτελέσματος; Μια διδασκαλία μπορεί να χρησιμοποιεί ορθόδοξα υλικά και να είναι αντορθόδοξη και αντίθετα να αξιοποιεί μη ορθόδοξα υλικά και να είναι ορθοδοξότατη. Επιπλέον, η διερεύνηση εκφάνσεων της θρησκευτικής ετερότητας είναι αποστολή άλλων μαθημάτων; Ο ορθόδοξος χριστιανός δεν πρέπει να γνωρίζει τίποτε για το θρησκευτικό περίγυρο που τον περιβάλλει; Ή μήπως πρέπει να δημιουργηθούν και «άλλα» μαθήματα που θα ασχολούνται με αυτό το πεδίο;» (Γιώργος Στριλιγκάς).

Σύμφωνα με το ΣτΕ:

Δ. «Αντιθέτως, δίδεται ιδιαίτερη έμφαση είτε στην προβολή στοιχείων κοινών με τη διδασκαλία άλλων δογμάτων και θρησκειών (δημοτικό-γυμνάσιο) είτε στη διδασκαλία διαφόρων ηθικών και κοινωνικών ζητημάτων, τα οποία είτε είναι αντικείμενο κυρίως άλλων μαθημάτων (δημοτικό-γυμνάσιο) είτε είναι άσχετα ή και αντίθετα με την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία (λύκειο)»:

Σχόλιο:
1. Το ΜτΘ και οι διδάσκοντες αυτό θεολόγοι και δάσκαλοι δεν δύνανται να έχουν αναφορές στο μάθημά τους σε θρησκευτικά παράλληλα ή άλλες προεκτάσεις στο μάθημά τους, το οποίο οφείλει να περιορίζεται σε ένα στενά κατηχητικό χαρακτήρα. Όλοι οι άλλοι εκπαιδευτικοί, που δεν διδάσκουν Θρησκευτικά και οι οποίοι δεν έχουν διδαχθεί θεολογικά ή θρησκειολογικά μαθήματα κατά τις σπουδές τους, δύνανται να αναφέρονται  (με ποια κριτήρια άραγε;) στις άλλες θρησκείες και στα άλλα δόγματα.

2. Η Απόφαση του ΣτΕ εισέρχεται στο επιστημονικό και παιδαγωγικό περιεχόμενο των νέων ΠΣ και επικρίνει την προβολή των κοινών στοιχείων με τα άλλα δόγματα ή τις θρησκείες. Όταν επίσημα η Ορθόδοξη Εκκλησία διαλέγεται εδώ και χρόνια με τα άλλα χριστιανικά δόγματα (Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, κύριες Προτεσταντικές Ομολογίες, Αγγλικανική Εκκλησία), όταν το ίδιο αλλά σε άλλο επίπεδο πράττει και με άλλες θρησκείες (Ισλάμ, Εβραϊκή θρησκεία), όταν το σύγχρονο σχολείο καλλιεργεί την πλουραλιστική και κριτική μάθηση και αποβλέπει στην ειρήνη, στην ενσυναίσθηση, στη διαπολιτισμικότητα, στην αλληλογνωριμία και στην αλληλοκατανόηση σε όλες του τις δράσεις, μόνο το ΜτΘ θα μείνει κλειστό και περιορισμένο σε μια ξεπερασμένη και απόλυτα συντηρητική κατηχητική θρησκευτική ταυτότητα στο δημόσιο σχολείο, το οποίο είναι τμήμα και έκφραση του δημόσιου χώρου, της ελληνικής κοινωνίας και, εν τέλει, της Ελληνική Πολιτείας;

2. Συνάμα, με βάση την εν λόγω απόφαση του ΣτΕ, το ΜτΘ δεν μπορεί να κάνει ερμηνευτικές προεκτάσεις του ορθόδοξου δόγματος στα σύγχρονα ηθικά και κοινωνικά προβλήματα, διότι αυτά τα θέματα είναι αποκλειστικό ή κύριο προνόμιο άλλων μαθημάτων. Ποιος φορέας είναι αυτός που κρίνει ότι μια σειρά από θέματα ή ζητήματα των μαθημάτων του Λυκείου είναι άσχετα ή αντίθετα με την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία στο Λύκειο; Μήπως έτσι το ΣτΕ υπεισέρχεται, ως μη όφειλε, για άλλη μια φορά στο ίδιο το επιστημονικό και παιδαγωγικό περιεχόμενο των νέων ΠΣ; Μήπως ο προστατευτισμός αυτός του ΣτΕ στην ομολογιακή ταυτότητα της Ορθοδοξίας είναι εν τέλει ένα είδος φίμωσης της δυναμικής του διαλόγου που οφείλει πρώτιστα να αναπτύσσει η Ορθόδοξη Θεολογία στον σύγχρονο κόσμο; Τι ακριβώς προστατεύει το ΣτΕ με την απόφασή του; Τον εγκλεισμό της Ορθόδοξης Θεολογίας σε μια μη διαλογική και κριτική ταυτότητα; Τότε πώς εξηγείται ότι στις Θεολογικές Σχολές υπάρχουν ακριβώς όλα τα γνωστικά αντικείμενα που αναφέρονται είτε στις άλλες χριστιανικές παραδόσεις, στις άλλες θρησκείες, καθώς και στα διάφορα σύγχρονα ηθικά και κοινωνικά προβλήματα και όχι μόνο; Μία τέτοια εκδοχή του ΜτΘ αρνείται καταστατικά και απαγορευτικά τον διάλογο και τους ανοικτούς ορίζοντες του με άλλα γνωστικά αντικείμενα. Πρόκειται για επάνοδο στον 21ο αιώνα μιας παράξενης ορθοδοξιστικής μονοδοξίας του ιουλιανού πνεύματος από την ανάποδη όμως προοπτική μιας δήθεν ασπίδας προφύλαξης του ΜτΘ, που απαγορεύει στο σύγχρονο ΜτΘ να λειτουργεί σε γόνιμο διεπιστημονικό και διαθεματικό διάλογο με τα άλλα γνωστικά αντικείμενα και ευρύτερα με τον χώρο της γνώσης και του πολιτισμού.

3. Ενώ είναι σε όλους σαφές ότι υφίστανται πολλαπλές εκφάνσεις και επιδράσεις της Παράδοσης της Ορθοδοξίας διαχρονικά στον πολιτισμό της χώρας μας, πώς γίνεται να αυτοπεριορίζεται το ΜτΘ σε μια κατηχητικού πλαισίου γνώση; Ο πολιτισμός και οι διάφορες όψεις του ακόμη και οι επιδράσεις που δέχεται από την Ορθόδοξη Παράδοση –όπως και η Ορθόδοξη Παράδοση δέχθηκε και δέχεται από τον πολιτισμό κάθε εποχής– πώς είναι δυνατό να ερμηνευθούν δίχως διάδραση, διάλογο, συσχέτιση και αναφορά ή κριτική επεξεργασία στοιχείων, γνώσεων και ανάπτυξη προβληματισμών ιστορικής, θρησκευτικής, πολιτισμικής ή κοινωνιολογικής κ.λπ. φύσεως;

4. Κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι σαφές ότι εμποδίζεται η διαθεματική και διεπιστημονική διάσταση και λειτουργία της γνώσης στο ίδιο το σχολείο (βασική πρόβλεψη και λειτουργία των ΔΕΠΠΣ-ΑΠΣ του 2003), το ΜτΘ εγκλωβίζεται και ασφυκτιά δίχως διάλογο με τις άλλες περιοχές του πολιτισμού, στενεύει και γίνεται όχι απλώς κατηχητικό, αλλά εστία καλλιέργειας φονταμενταλισμού και μισαλλοδοξίας. Διότι, ερήμην ιστορικών, πολιτισμικών, κοινωνιολογικών, φιλοσοφικών αναφορών και συναφειών, δεν επικοινωνεί, δεν διαλέγεται, αλλά κλείνεται στον αυτισμό και στη μονοφωνία του, γίνεται κυριολεκτικά ξένο και ουρανοκατέβατο για τη μαθησιακή διαδικασία. Μια τέτοια, όμως, άρνηση της σχέσης θεολογίας και πολιτισμού, είναι κατά τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, παντελώς ανιστόρητη. Δεν εκφράζει ασφαλώς την ορθόδοξη θεολογία και είναι κρίμα που η νομική αυτή προσέγγιση υπεισέρχεται επί της ουσίας σε επιστημονικά, παιδαγωγικά και θεολογικά ζητήματα ανάπτυξης της ύλης του ΜτΘ και της μαθησιακής του διαδικασίας με πεπερασμένες και σχολαστικές αντιλήψεις de lege lata. Έτσι, όμως, το ΜτΘ χάνει πλήρως τον μορφωτικό του χαρακτήρα και περιορίζεται στη μηχανική αναπαραγωγή δεδομένων και μη ερμηνευόμενων αντιλήψεων, σε μια εποχή μάλιστα όπου η ερμηνεία του νοήματος είναι το παν.

5. Αν ισχύουν τα παραπάνω, τότε πώς είναι δυνατό να λέγεται στην προηγούμενη σχετική απόφαση 660/2018 του ΣτΕ για τα ΠΣ του 2016 (ΦΕΚ επί υπουργίας Ν. Φίλη) ότι η πολιτεία «είναι ασφαλώς ελεύθερη να επιλέγει και να καθορίζει κανονιστικά το περιεχόμενο της σχετικής αγωγής κατά την εκάστοτε εκπαιδευτική πολιτική και τα πορίσματα της παιδαγωγικής επιστήμης, μη ελεγχόμενη δικαστικά στις επιλογές της αυτές παρά μόνο ως προς την τήρηση των πιο πάνω συνταγματικών υποχρεώσεων»;