Πραγματοποιήθηκε με επιτυχία η παρουσίαση του συλλογικού τόμου: Τα Θρησκευτικά στο Σύγχρονο Σχολείο στη Θεσσαλονίκη

 

 

Fotor_Collage-1

Πραγματοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία χθες το απόγευμα η παρουσίαση του συλλογικού τόμου: Τα Θρησκευτικά στο Σύγχρονο Σχολείο. Την επιμέλεια του συλλογικού αυτού έργου, στο οποίο περιέχονται πολύ ενδιαφέρουσες μελέτες σχετικά με το μάθημα των Θρησκευτικών σήμερα, έχουν οι: Σταύρος Γιαγκάζογλου, Αθανάσιος Νευροκοπλής και Γεώργιος Στριλιγκάς. Η εκδήλωση έλαβε χώρα το απόγευμα της Παρασκευής στην αίθουσα συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου στο Νέο Δημαρχιακό Μέγαρο της Θεσσαλονίκης. Στην εκδήλωση παρευρέθηκαν ο Δήμαρχος Θεσσαλονίκης κ. Γιάννης Μπουτάρης, εκπρόσωποι πολιτικών παρατάξεων, μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου, εκπρόσωποι της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Θεσσαλονίκης και της Περιφέρειας, ενώ την εκδήλωση κάλυψε και η Δημοτική Tηλεόραση της πόλης (TV100). Το συντονισμό της παρουσίασης και της συζήτησης που ακολούθησε είχε αναλάβει ο καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ Μιλτιάδης Κωνσταντίνου.

Την εκδήλωση παρακολούθησαν και συμμετείχαν σε αυτή ο κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ καθηγητής Μιχαήλ Τρίτος, καθηγητές και των δύο Τμημάτων της Θεολογικής Σχολής, Σχολικοί Σύμβουλοι θεολόγων, θεολόγοι από τη Θεσσαλονίκη και τους όμορους νομούς, πολλά μέλη του Θεολογικού Συνδέσμου ΚΑΙΡΟΣ, δημοσιογράφοι, ιερείς αλλά και αρκετοί φοιτητές, προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί. Όλοι οι ομιλητές τήρησαν τον χρόνο ομιλίας τους και έτσι έμεινε και λίγος χρόνος στο τέλος για συζήτηση κατά την οποία τέθηκαν πολύ ενδιαφέροντα ερωτήματα.

H oμιλία του κ. Γιάννη Κωνσταντίνου (Δικηγόρου) στην παρουσίαση του συλλογικού τόμου «ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΣΧΟΛΕΙΟ» που έγινε στη Θεσσαλονίκη

 

 

Ευχαριστώ τον καλό μας τον ΚΑΙΡΟ για τη σημερινή του πρόσκληση.

ΜτΘ_127Χωρίς ιδιαίτερο πρόλογο εισέρχομαι απευθείας στο θέμα μου που είναι η νομική αξιολόγηση του μαθήματος των Θρησκευτικών και, συγκεκριμένα, ο εντοπισμός και η ερμηνεία των συνταγματικών διατάξεων που διέπουν τη διδασκαλία του μαθήματος. Ιδίως θα μας απασχολήσει αν το υπό συζήτηση νέο Πρόγραμμα Σπουδών, όπως αναλύεται στο βιβλίο που σήμερα παρουσιάζουμε, μαζί με τις τοποθετήσεις των συντακτών του, εισφέρει οποιαδήποτε καινούργια οπτική στη συζήτηση για την υποχρεωτικότητα ή μη του μαθήματος. Κατανοώ απολύτως τη συμβιβαστική και συναινετική θέση των εισηγητών του νέου προγράμματος, οι οποίοι βρίσκονται ανάμεσα σε συμπληγάδες: Από τη μια η νομολογία των ευρωπαϊκών δικαστηρίων, εν μέρει του ΣτΕ και ιδίως του Συνήγορου του Πολίτη και της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, έχουν χαρακτηρίσει το μάθημα, όπως σήμερα διδάσκεται, ως ομολογιακού ή κατηχητικού χαρακτήρα, πράγμα που συνεπάγεται ότι η υποχρεωτικότητα της διδασκαλίας του προσκρούει στην ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης όσων δεν ασπάζονται τη συγκεκριμένη ομολογία.

Συνεπάγεται επίσης ότι η μόνη σίγουρη διέξοδος για την υποχρεωτική διδασκαλία είναι η μετατροπή του μαθήματος σε αμιγώς θρησκειολογικό με ουδέτερο πρόσημο αντιμετώπισης των επιμέρους θρησκευτικών πεποιθήσεων.

Από την άλλη, συντηρητικοί θεολογικοί κύκλοι υπερασπίζονται με νύχια και δόντια το σημερινό στάτους του μαθήματος, ακριβώς επειδή πιστεύουν ότι αυτό είναι και πρέπει να παραμείνει ομολογιακό. Συχνότατα εργαλείο αυτής της υπεράσπισης είναι η καταγγελία ότι το θρησκευτικό φρόνημα οποιουδήποτε μεταρρυθμιστή εκφεύγει της ορθόδοξης πίστης και, επίσης συχνότατα, οι εισηγητές των μεταρρυθμίσεων καταγγέλλονται ως αντεθνικά δρώντες ή ως υπηρετούντες σκοτεινά συμφέροντα εχθρών του έθνους και της ορθοδοξίας. Το πρόβλημα είναι ότι δυστυχώς η μεταρρυθμιστική προσπάθεια οφείλει να συνυπολογίσει τέτοιες αντιδράσεις και γιατί είναι πολυάριθμες και γιατί διαθέτουν καθοριστική πρόσβαση στην Εκκλησία της Ελλάδος.

ΜτΘ_117

Ενόψει όλων αυτών ο συμβιβασμός που προβάλλεται σχηματικά έχει ως εξής:

Το νέο μάθημα των θρησκευτικών μπορεί να ξαναγίνει υποχρεωτικό επειδή έχει αποβάλει τον ορθόδοξο ομολογιακό του χαρακτήρα. Κρατά μόνο ως επίκεντρο την ελληνορθόδοξη παράδοση του τόπου και την παράδοση της ορθόδοξης χριστιανικής εκκλησίας, έτσι ώστε ο μαθητής -ακόμη και ο μη ορθόδοξος- να γνωρίζει τη θρησκευτική παράδοση του τόπου ως «πίστη, λατρεία, ζωή, τέχνη και πολιτισμό», όπως επιγραμματικά επισημαίνει ο κ.Γιαγκάζογλου στο εισηγητικό κείμενο του τόμου. Περαιτέρω, επεκτείνεται στη γνώση των άλλων μεγάλων χριστιανικών παραδόσεων και καταλήγει στην επαφή με στοιχεία άλλων θρησκειών. Σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του κειμένου των κυριών Γριζοπούλου και Καζλάρη, στόχος ενός τέτοιου μαθήματος οφείλει να είναι ο θρησκευτικός εγγραμματισμός των μαθητών.

Αναμφίβολα πρόκειται για μια έντιμη πρόταση με ιδιαίτερη παιδαγωγική και εκπαιδευτική αξία. Ως νομικός, όμως, διαφωνώ ότι ακόμη με ένα τέτοιο περιεχόμενο μπορεί το μάθημα των θρησκευτικών να ξαναγίνει υποχρεωτικό.

Εξηγούμαι:

Το άρθρο 16 παρ.2 του Σ ορίζει ως βασική αποστολή του κράτους την «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης». Το τι εστί θρησκευτική συνείδηση ορίζεται σε άλλο άρθρο, και συγκεκριμένα στο 13 παρ.1 εδ.α΄, το οποίο επιτάσσει το απαραβίαστο της θρησκευτικής συνείδησης. Πάγια το σύνολο της θεωρίας και της νομολογίας εξηγεί ότι από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η θρησκευτική συνείδηση κυμαίνεται εξίσου αποδεκτά από το ένα άκρο της απόλυτης αθεϊας έως το άλλο άκρο της όποιας θρησκοληψίας.

Συνεπώς η αποστολή της κρατικής παιδείας ως προς την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης οφείλει να αντιμετωπίζει ισότιμα τόσο την επιλογή της αθεϊας και του αγνωστικισμού όσο και οποιοδήποτε θρησκευτικό φρόνημα. Για να αναπτυχθεί η κατά το Σύνταγμα θρησκευτική συνείδηση, στο σχολείο όμοια θέση πρέπει να αποδοθεί τόσο στην αντίληψη ότι «η θρησκεία είναι το όπιο των λαών»  ή ότι δεν υπάρχει θεός ή ότι δεν με ενδιαφέρει να ξέρω αν υπάρχει θεός όσο και σε οποιαδήποτε άλλη αναζήτηση που οδηγεί στην παραδοχή της ύπαρξης θεού και περαιτέρω σε ενδεχόμενη ένταξη σε θρησκευτικό ρεύμα.

Με άλλη διατύπωση, επειδή η θρησκευτική συνείδηση είναι κατά το σύνταγμα ένα απολύτως ανοιχτό πεδίο, το μόνο συνταγματικά ανεκτό υποχρεωτικό μάθημα θρησκευτικών είναι το ουδέτερο θρησκειολογικό.

Συχνά αντίθετη ερμηνεία γίνεται προσπάθεια να συναχθεί από τη σύστοιχη στο άρθρο 16 παρ.2 κρατική αποστολή της «ανάπτυξης της εθνικής συνείδησης». Υποστηρίζεται, λοιπόν, ότι αν δεν είναι υποχρεωτικό το μάθημα των θρησκευτικών, όμοια πρέπει να είναι προαιρετικά όσα πεδία του εκπαιδευτικού προγράμματος συμβάλλουν στην ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης. Το επιχείρημα δεν ευσταθεί διότι, σε αντίθεση με τη θρησκευτική συνείδηση και το ανοικτό, ακόμη και μηδενικό περιεχόμενό της, η εθνική συνείδηση ορίζεται θετικά στο άρθρο 120 του Συντάγματος, όχι ως δικαίωμα, αλλά ως θεμελιώδης υποχρέωση των ελλήνων. Μάλιστα, ακόμη περισσότερο, στο Σύνταγμα ορίζεται και το ελάχιστο του επόμενου σταδίου της εθνικής συνείδησης, που είναι ο πατριωτισμός, ο οποίος -το λιγότερο- συγκροτείται από το φρόνημα τήρησης του Συντάγματος.

Στα προηγούμενα πρέπει να προσθέσουμε έναν σαφή κίνδυνο που κρύβει η θέση ότι, ως -κατά δήλωση- μη ομολογιακό, το νέο πρόγραμμα σπουδών επιτάσσει την επιστροφή στην υποχρεωτικότητα των θρησκευτικών.

ΜτΘ_14_FC

Εξηγούμαι και πάλι:

Όποιος αμφισβητεί τη δήλωση αυτή, είναι ελεύθερος να προσφύγει στη δικαιοσύνη διεκδικώντας να μη διδάσκεται το παιδί του τα νέα θρησκευτικά. Με δεδομένη τη θέση της νομολογίας ότι το ομολογιακό μάθημα δεν μπορεί να είναι υποχρεωτικό, η έκβαση των δικών θα κριθεί από τη δικαστική αξιολόγηση ως προς το ομολογιακό ή μη κάθε επιμέρους προγράμματος, κάθε τάξης του δημοτικού ή του γυμνασίου.

Με άλλη διατύπωση, ο ομολογιακός ή μη χαρακτήρας του μαθήματος θα μετατραπεί σε μια αόριστη νομική έννοια, το περιεχόμενο της οποίας θα καθορίζεται από τα ανά την Ελλάδα δικαστήρια. Τόσο εγώ ως νομικός όσο κι εσείς ως θεολόγοι πρέπει να απευχόμαστε αυτό ενδεχόμενο. Ο χαρακτήρας του προγράμματος σπουδών πρέπει να παραμείνει θέμα της θεολογικής και της παιδαγωγικής επιστήμης και κοινότητας και να μην κακοπέσει στον ξερολισμό των νομικών.

Ολοκληρώνω και με μια ακόμη σκοπιά.

Η προαιρετικότητα του μαθήματος των θρησκευτικών δύσκολα ανατρέπεται. Μ? αυτήν έχει κατοχυρωθεί ένα κεκτημένο ελεύθερης ανάπτυξης της συνείδησης, πράγμα καθόλου αρνητικό σε ένα σχολείο γεμάτο πρέπει και μη. Δεν είναι καθόλου αρνητικό σε μια πολιτεία που, κακά τα ψέματα, όχι μόνο δεν είναι ανεξίθρησκη, αλλά επιμένει να θρησκεύεται, αφού επιβάλλει τον ομαδικό σχολικό εκκλησιασμό, την ομαδική σχολική προσευχή, τα θρησκευτικά σύμβολα σε δημόσια κτίρια, την κρατική μισθοδοσία θρησκευτικών λειτουργών κοκ. Και πάλι κακά τα ψέματα, όσο κι αν το ξορκίζουμε, το μάθημα των θρησκευτικών, όπως έχει διαμορφωθεί, αποτελεί αντικείμενο των τριβών που προκαλεί ο μη χωρισμός κράτους εκκλησίας.

Σ΄αυτόν λοιπόν τον αμυντικό χώρο ελευθερίας που αντικειμενικά βάλλεται από το θρησκευόμενο κράτος και τη θρησκευόμενη εκπαίδευση, κάθε πιθανή αλλαγή θα κριθεί υπό το πρίσμα της αρχής in dubio pro libertate, δηλαδή εν αμφιβολία υπέρ της ελευθερίας. Κι αυτήν την αμφιβολία σε βάρος της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, την καλλιεργεί συχνά (άθελά της;) και η μεταρρυθμιστική επιχειρηματολογία, όταν, στην προσπάθειά της να καλύψει τα νώτα της από τις συντηρητικές επιθέσεις, παραδέχεται ότι και το σημερινό μάθημα «τείνει» να μην είναι ομολογιακό (μόνο που το Σύνταγμα δεν ανέχεται ούτε την ολίγη παραβίαση) ή όταν δεν συνομολογεί ευθαρσώς ότι δεν έχει καμία θέση στο λύκειο (όπου και το ζήτημα της απαλλαγής αφορά στους ίδιους τους μαθητές και όχι στους γονείς τους) ένα μάθημα που χρησιμοποιεί προσχηματικά τη θεολογία για να διδάξει ότι υπάρχουν κακής ποιότητας ερωτικές σχέσεις νέων, ότι το απλό σεξ μεταξύ νέων ανθρώπων ενδέχεται να είναι πορνικό ή ότι υπάρχει μονόδρομος που οδηγεί από τα μαλακά στα σκληρά ναρκωτικά ή ότι υπάρχουν δίκαιοι πόλεμοι κοκ.

Κλείνω με μια γενικότερη παρατήρηση.

Στη χώρα μας, και ίσως και όπου αλλού η ορθοδοξία επικρατεί ως θρησκεία, είναι έντονη η δυσανεξία σε κάθε έκφραση δημιουργικής πνοής του θρησκευτικού συναισθήματος. Η αγιογραφία οφείλει να παραμένει προσκολλημένη στη γνωστή μας τυποποίηση ή εσχάτως στο κιτς για ρώσους τουρίστες, η λοιπή θρησκευτική ζωγραφική δεν έχει να επιδείξει τίποτε μετά τον Πεντζίκη, ως εκκλησιαστική αρχιτεκτονική αναγνωρίζεται μόνο η μεταβυζαντινή τούρτα και η μουσική δεν λέει να ξεκολλήσει από την υμνογραφία ή να εισέλθει στους ναούς.

ΜτΘ_155

Αν λοιπόν για κάτι αξίζει το νέο πρόγραμμα σπουδών στα θρησκευτικά του Δημοτικού και του Γυμνασίου, είναι γιατί αποτελεί την εξαίρεση. Είναι γιατί συντάχθηκε με δημιουργική πνοή και στόχευση την απελευθέρωση δημιουργικών θεολογικών αναζητήσεων με αποδέκτες τους νέους ανθρώπους. Η προσπάθεια αυτή προκάλεσε έναν γόνιμο διάλογο με θύραθεν δημιουργικές δυνάμεις και μια σαφή οριοθέτηση έναντι του σκοταδισμού. Και τα δύο αποτυπώνονται ευκρινέστατα στο βιβλίο που παρουσιάζουμε.

Εύχομαι ολόψυχα κάθε επιτυχία στους επιμελητές και τον εκδότη του. Τους ευχαριστώ άλλη μια φορά για την πρόσκληση, όπως ευχαριστώ όλες και όλους εσάς για την προσοχή σας.

 

Σταύρος Γιαγκάζογλου (Σύμβουλος Α΄ ΥΠΑΙΘ-ΙΕΠ), Γιατί ένα νέο Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά

 

 

ΜτΘ_63Το νέο Πρόγραμμα Σπουδών (ΠΣ) στα Θρησκευτικά Δημοτικού και Γυμνασίου εντάσσεται στο ΠΣ του Νέου Σχολείου για όλα τα μαθήματα στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο. Βασικό χαρακτηριστικό της νέας αυτής παρέμβασης είναι ο παιδαγωγικός αναπροσανατολισμός όλων των μαθημάτων στην κατεύθυνση της διερευνητικής, βιωματικής και συνεργατικής μάθησης. Η αλλαγή αυτή κρίνεται αναγκαία με βάση τις σύγχρονες θεωρίες μάθησης και διδακτικής αλλά και εξ αιτίας των χρόνιων αγκυλώσεων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Στο πλαίσιο της ευρύτερης αλλαγής, μεταξύ όλων των μαθημάτων, εκπονήθηκε νέο Πρόγραμμα Σπουδών και στο μάθημα των Θρησκευτικών (ΜτΘ).

Κατά την εκπόνησή του ελήφθησαν υπόψη η ελληνική νομοθεσία, οι δεσμεύσεις της Ελληνικής Πολιτείας στις ευρωπαϊκές και διεθνείς συνθήκες, στις συστάσεις ? υποχρεωτικού χαρακτήρα ?  του Συμβουλίου της Ευρώπης, καθώς και τα προτεινόμενα κριτήρια για τη διαμόρφωση της θρησκευτικής εκπαίδευσης σε κάθε κράτος μέλος. Το νέο ΠΣ στα Θρησκευτικά υλοποιεί και εφαρμόζει διευρυμένα τις αρχές των προηγούμενων Αναλυτικών Προγραμμάτων Σπουδών του 2003, τις οποίες εμπλουτίζει και αναπτύσσει. Το νέο ΠΣ έλαβε ακόμη υπόψη τις θέσεις των ανεξάρτητων αρχών για το ΜτΘ και στάθμισε τις απόψεις συνταγματολόγων, διανοουμένων, πανεπιστημιακών, της ΟΛΜΕ κ.ά. φορέων για το ΜτΘ. Επιπλέον το νέο ΠΣ έλαβε υπόψη τον εδώ και καιρό επιχειρούμενο διάλογο για το ΜτΘ στην ελληνική θεολογική εκπαιδευτική κοινότητα και γενικότερα στην ελληνική κοινωνία, καθώς και τις ευρωπαϊκές και ελληνικές εξελίξεις για τον χαρακτήρα και τους προσανατολισμούς της θρησκευτικής εκπαίδευσης.

ΜτΘ_116

Σημαντικό ρόλο στην εκπόνηση του νέου ΠΣ διαδραμάτισαν οι θέσεις των Θεολογικών Σχολών. Στο πλαίσιο της δημόσιας συζήτησης που σηματοδότησαν οι εγκύκλιοι περί απαλλαγών του 2008, οι Θεολόγοι εκπαιδευτικοί αλλά και οι Θεολογικές Σχολές Αθηνών και Θεσσαλονίκης έκαναν λόγο για αναγκαίο άνοιγμα προς τη θρησκευτική ετερότητα με την εισαγωγή θρησκειολογικών αναφορών σε ένα νέο και ανοικτό ΠΣ, «ώστε να αναβαθμιστεί ακόμη περισσότερο το μάθημα των Θρησκευτικών, να εμπλουτιστούν τα αναλυτικά σχολικά προγράμματα με μαθήματα κοινωνικής ηθικής ή ιστορίας των θρησκευμάτων, τα οποία θα μπορούν να παρακολουθούν οι μαθητές στο σύνολό τους ανεξαρτήτως θρησκείας ή ομολογίας» (Θεολογική Σχολή ΕΚΠΑ, 9-9-2008). Προς την ίδια κατεύθυνση, το σύγχρονο περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών «ούτε αποκλειστικά ομολογιακό προσανατολισμό μπορεί να έχει ούτε όμως και αποκλειστικά θρησκειολογικό. Και οι δύο προσανατολισμοί πρέπει να υπάρχουν αναλογικά και σε συνδυασμό, ώστε, εκτός των άλλων, από τη μια μεριά να αποφεύγεται ο θρησκευτικός αναλφαβητισμός, ενώ από την άλλη να καλλιεργείται στους μαθητές μια συνείδηση αποδοχής, σεβασμού και ειρηνικής συνύπαρξης με το «διαφορετικό» (Τμήμα Θεολογίας ΑΠΘ, 8-9-2008). Η επιτροπή εκπόνησης δεν έκανε τίποτε άλλο παρά έλαβε σοβαρά υπόψη τον δημόσιο αυτό διάλογο.

ΜτΘ_171

Σταθερή επιδίωξη του νέου ΠΣ είναι η υπέρβαση της διελκυστίνδας μεταξύ του κατηχητικού και του θρησκειολογικού προτύπου. Το ΜτΘ συνιστά γνωριμία με τα μορφωτικά αγαθά, τις αξίες και τον πολιτισμό που διαμόρφωσε ο Χριστιανισμός και ιδιαίτερα η Ορθόδοξη Παράδοση, ενώ παράλληλα διδάσκονται στοιχεία από τις δύο άλλες χριστιανικές παραδόσεις της Ευρώπης, καθώς και στοιχεία για ορισμένες από τις μεγάλες θρησκευτικές παραδόσεις που ενδιαφέρουν ιδιαίτερα την ελληνική κοινωνία. Ακόμη, τα κοινωνικά και υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου προσεγγίζονται με πνεύμα διαλόγου, ελευθερίας και καταλλαγής, χωρίς ομολογιακή εμμονή, κατηχητισμό, φανατισμό ή μισαλλοδοξία. Με άλλα λόγια, το σύγχρονο μάθημα των Θρησκευτικών βοηθά στην κατανόηση της παράδοσης και εκφράζει τον θρησκευτικό πολιτισμό μας με σεβασμό αλλά και γόνιμο διάλογο με τη θρησκευτική ετερότητα. Στο πλαίσιο της αποδοχής του πλουραλισμού και της διαπολιτισμικής προσέγγισης ως αφετηρίας για οποιαδήποτε σοβαρή εκπαιδευτική θεωρία και πρακτική, η θρησκευτική εκπαίδευση των μαθητών καλείται να παίξει σοβαρό ρόλο στη δυνατότητα των μαθητών να διαχειρίζονται υπεύθυνα και δημιουργικά τον πλουραλισμό και τον διάλογο με τον «άλλον» και το «διαφορετικό».

Στον συλλογικό αυτό τόμο αποτυπώνονται οι βασικοί άξονες του Προγράμματος αυτού, οι κύριες όψεις του διαλόγου και των αντιδράσεων που προκάλεσε, η συζήτηση και η ανοικτή διαβούλευση στο πλαίσιο της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας, οι θέσεις των Θεολογικών Σχολών για το μάθημα των Θρησκευτικών, καθώς και ο γενικότερος διάλογος για τη φυσιογνωμία και τα προβλήματα της θρησκευτικής εκπαίδευσης στη χώρα μας. Σε μια δύσκολη και ρευστή εποχή, στο μεταίχμιο της κρίσης, πρόσωπα και φορείς εκφράζουν τις θέσεις τους για τα Θρησκευτικά στο σύγχρονο σχολείο και ανοίγουν έναν γόνιμο και δημιουργικό διάλογο, οι ποικίλες πτυχές του οποίου καταγράφουν την ζωντανή πορεία ανανέωσης του μαθήματος των Θρησκευτικών στην ελληνική εκπαίδευση.

Η πρόταση του νέου αυτού Προγράμματος παρουσιάζει ένα μάθημα ανοικτό και πλουραλιστικό, το οποίο διατηρεί τον θεολογικό, γνωσιακό και παιδαγωγικό χαρακτήρα που είχε ως τώρα, λαμβάνει υπόψη τις απαιτήσεις των καιρών, τις μορφωτικές ανάγκες των σύγχρονων μαθητών και εμπλουτίζεται με περισσότερα στοιχεία για τις χριστιανικές παραδόσεις της Ευρώπης και τις άλλες θρησκείες.

ΜτΘ-Fotor_Collage

Οι «συντεταγμένες» του νέου αυτού Προγράμματος διαμορφώνουν ένα πρόγραμμα θρησκευτικού μαθήματος το οποίο ξεκινά από και έχει επίκεντρο την ελληνορθόδοξη παράδοση του τόπου, την παράδοση της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας, όπως αυτή σαρκώθηκε στην ζωή και αποτυπώθηκε στα μνημεία του πολιτισμού του. Κάθε μαθητής ή μαθήτρια, ανεξαρτήτως της θρησκευτικής του ιδιοπροσωπίας, είναι απαραίτητο και πολύτιμο να γνωρίζει την θρησκευτική παράδοση του τόπου ως πίστη, λατρεία, ζωή, τέχνη και πολιτισμό. Αυτός είναι ο πρώτος και βασικός κύκλος του μαθήματος. Ο δεύτερος κύκλος είναι οι μεγάλες χριστιανικές παραδόσεις που συναντώνται στην Ευρώπη και γενικότερα στον κόσμο, εκτός της Ορθοδοξίας, όπως ο Ρωμαιοκαθολικισμός και ο Προτεσταντισμός στις κύριες και βασικές του ομολογίες. Ο τρίτος κύκλος περιλαμβάνει ορισμένα στοιχεία από τα μεγάλα θρησκεύματα και ιδίως όσα ενδιαφέρουν την ελληνική κοινωνία περισσότερο, δηλαδή, τις μονοθεϊστικές παραδόσεις του Ιουδαϊσμού και του Ισλάμ και δύο απωανατολικές θρησκείες, τον Ινδουισμό και τον Βουδισμό. Οπωσδήποτε, τα στοιχεία αυτά δίνονται σύμφωνα με τα παιδαγωγικά χαρακτηριστικά, την ηλικία και τις μορφωτικές ανάγκες των παιδιών. Επιπλέον, δεν αποτελούν διδακτέα ύλη αλλά διαθέσιμα διδακτικά μέσα και υλικά για τον εκπαιδευτικό, ο οποίος καλείται να σχεδιάσει την διδασκαλία του με βάση τις ιδιαίτερες συνθήκες της τάξης του.

Το πλήρες κείμενο της εισήγησης μπορείτε να το δείτε παρακάτω:

Γιατί ένα νέο Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά

 

Η ομιλία του Προέδρου του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του ΑΠΘ, καθηγητή Θεόδωρου Γιάγκου

στην παρουσίαση του συλλογικού τόμου «ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΣΧΟΛΕΙΟ» που έγινε στη Θεσσαλονίκη

Γιάγκου

1. Το φθινόπωρο του 2008, με αφορμή τις γνωστές εγκυκλίους του Υπουργείου Παιδείας επί Ευριπίδη Στυλιανίδη, οι Γενικές Συνελεύσεις των δύο Θεολογικών Σχολών της χώρας συζήτησαν εκτεταμένα το θέμα, στο πλαίσιο της αρμοδιότητας που τους αναλογεί, και με υπευθυνότητα διετύπωσαν τις θέσεις τους, τις οποίες απέστειλαν στον Υπουργό. Από εκείνες τις αποφάσεις ανθολογούνται εδώ τα εξής παραθέματα:

α. «Η Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών είναι διατεθειμένη να συνεργαστεί με το ΥΠΕΠΘ και το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, ώστε να αναβαθμιστεί ακόμα περισσότερο το μάθημα των Θρησκευτικών, να εμπλουτιστούν τα αναλυτικά προγράμματα με μαθήματα Κοινωνικής ηθικής ή Ιστορίας των θρησκευμάτων, τα οποία θα μπορούν να παρακολουθούν οι μαθητές στο σύνολό τους, ανεξάρτητα θρησκείας ή ομολογίας».

β. Η Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ υποστήριξε ότι «Από τη δεκαετία του ?80 το μάθημα των θρησκευτικών βελτιώθηκε σημαντικά με αποτέλεσμα να είναι ένα μάθημα με γνωσιακό, κοινωνικό και παιδαγωγικό χαρακτήρα, ανοιχτό και ανεκτικό προς τις άλλες χριστιανικές παραδόσεις και τις άλλες θρησκείες. Στη σημερινή του μορφή το μάθημα των θρησκευτικών στοχεύει στη γνωριμία με τα μορφωτικά αγαθά, την τέχνη και τον πολιτισμό, που διαμόρφωσε ο χριστιανισμός και η ορθόδοξη παράδοση, ενώ παράλληλα διδάσκεται και το θρησκευτικό φαινόμενο γενικά και οι άλλες μεγάλες θρησκευτικές παραδόσεις των λαών». Στην ίδια συνάφεια υποστηρίχτηκε ακόμα ότι, «ενώ πρόσφατα σε παγκόσμιο επίπεδο η θρησκευτική και θεολογική εκπαίδευση είχε είτε καθαρά ιστορικό είτε καθαρά ομολογιακό χαρακτήρα, στον ελληνικό χώρο, ευτυχώς, και οι δύο αυτές ακραίες πρακτικές αποφεύχθηκαν σε μεγάλο βαθμό, τόσο στην τριτοβάθμια όσο και στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση».

ΜτΘ_98

Οι αποφάσεις υπεγράφησαν από τους τότε Κοσμήτορες, που ήταν η Ελένη Παπακώστα-Χριστινάκη για τη Θεολογική Σχολή Αθηνών και ο Ιωάννης Κογκούλης για τη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης. Στη δεύτερη περίπτωση το κείμενο συνυπογράφεται και από τους τότε Προέδρους των Τμημάτων: Χρήστο Οικονόμου και Δημήτρη Καϊμάκη. Είχε προηγηθεί, ξεχωριστή συζήτηση, και αναφέρομαι στο Τμήμα το οποίο προεδρεύω από τον παρελθόντα Σεπτέμβριο, που προετοίμασε τη θέση του στη Γ.Σ. της Σχολής,  στην οποία διετυπώθησαν κατασταλαγμένες απόψεις που προέβαλαν το γνωσιολογικό και όχι γνωσιοκρατικό χαρακτήρα του μαθήματος. Οι δύο Θεολογικές Σχολές για να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο το μάθημα των θρησκευτικών να γίνει επιλεγόμενο, όπως κατά μαθηματική ακρίβεια έτεινε να γίνει με τις εγκυκλίους του Υπουργείου, υπογράμμισαν τον υποχρεωτικό του χαρακτήρα, τονίζοντας ότι είναι ανάγκη οι μαθητές να γνωρίζουν τις εκφάνσεις του θρησκευτικού φαινομένου και ιδιαίτερα την Ορθόδοξη παράδοση του τόπου. Ουδείς τότε ομιλούσε ή υποστήριζε τον αποκλειστικά ομολογιακό χαρακτήρα. Τα πρόσωπα που αργότερα ανέλαβαν την εκστρατεία ενημέρωσης του εκκλησιαστικού κόσμου, τασσόμενοι υπέρ του ομολογιακού μαθήματος, είτε δεν ανήκουν στον ακαδημαϊκό θεολογικό κόσμο ? και συνήθως αυτά δεν έχουν σφαιρική εικόνα του θέματος, το κατανοούν εντός του πλαισίου της προσηλώσεως που έχουν προς την ορθόδοξη παράδοση, η οποία είναι απολύτως σεβαστή και αυτοί ειλικρινείς, όμως δεν αρκεί για να αντιμετωπιστούν οι ποικίλες πτυχές του θέματος ? είτε επεχείρησαν μια σκόπιμη μετάλλαξη, επιλέγοντας διγλωσσία, την οποία μέχρι σήμερα χειρίζονται με αριστουργηματικό τρόπο και όχι πάντως με ασφαλή κατοχύρωση της νομικής και θεολογικής υποστάσεως του μαθήματος.

ΜτΘ_114

2. Η διγλωσσία, την οποία όσοι παροικούν στην Ιερουσαλήμ μπορούν εύκολα να την εντοπίσουν και αν θέλετε να την αναλύσουν, ήταν ένας από τους λόγους που με οδήγησε να τοποθετηθώ δημόσια με ένα σύντομο κείμενο, που δημοσιεύτηκε στο διαδίκτυο και διαβάστηκε περίπου από πενήντα χιλιάδες αναγνώστες, χωρίς να υπάρξει δημόσια κάποια τεκμηριωμένη αμφισβήτηση. Μου ήταν τότε εντελώς ακατανόητος ο τρόπος εκφοράς του αντίλογου κατά των νέων αναλυτικών προγραμμάτων του μαθήματος των θρησκευτικών. Το ίδιο και οι μεθοδευμένοι αποκλεισμοί που επιχειρήθηκαν για τους συντάκτες των προγραμμάτων από το δημόσιο διάλογο, οι οποίοι μάλιστα σε ουκ ολίγες περιπτώσεις κατακρίθηκαν αναπολόγητοι και μάλιστα από πρόσωπα που θέλουν να προασπίζονται τους κανόνες δικαίου και ηθικής. Με ενοχλούσε επίσης η αποσπασματικότητα στη θέαση του ζητήματος, η προκατάληψη, η διασπορά ψεύδους και οποιαδήποτε άλλη μεθόδευση. Το θέμα του μαθήματος των θρησκευτικών είναι σύνθετο και απαιτεί νηφάλια και συστηματική μελέτη, την οποία μπορούν να κάνουν πρωτίστως οι δύο Θεολογικές Σχολές. Παροικώ στην Ιερουσαλήμ, επαναλαμβάνω, και γνωρίζω πρόσωπα και καταστάσεις και λυπάμαι βαθιά, καθόσον οι αφετηρίες για τη συγκεκριμένη αντίδραση δεν ήταν αγαθές στο σύνολό τους, γιατί υπήρξε σε κάποιες περιπτώσεις πολύ ιδιοτέλεια, εξ ης και οι αφορισμοί και δυστυχώς τα ψεύδη.

7_FC

3. Βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι και θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι η εσωστρέφεια είναι όσο ποτέ άλλοτε καταστροφική. Τα προβλήματα που ανακύπτουν στη νέα πραγματικότητα είναι πολλά και ασφαλώς δεν λύνονται με συνθηματολογία ούτε με τη διαμαρτυρία αναρμοδίων ή ελλιπώς περί το ζήτημα ενημερωμένων. Δεν αμφισβητώ την ειλικρίνεια και την αγωνία ιδίως των συνειδητών μελών της Εκκλησίας για το μάθημα, κατεξοχήν των πιστών γονέων που θέλουν τα παιδιά τους να διδάσκονται την ορθόδοξη αλήθεια ? αυτό εξάλλου επιθυμώ κι εγώ για τα παιδιά μου ? αλλά το περιεχόμενο των αναλυτικών προγραμμάτων είναι μια από τις πτυχές του θέματος. Η πιο σύνθετη και  θεμελιώδης είναι ο χαρακτήρας του μαθήματος. Αν επιλέξουμε, για παράδειγμα, τον ομολογιακό, θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να τον υποστηρίξουμε και να τον κατοχυρώσουμε. Πώς όμως, όταν μια ισχυρότατη πλειονοψηφία των δασκάλων στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση είναι θεολογικά αναλφάβητοι και εκκλησιαστικά αδιάφοροι; Είναι γνωστό ότι η Εκκλησία στη διαχρονική της πορεία είχε πρόσφορα και αποτελεσματικά κριτήρια ελέγχου των κατηχητών. Δεν επέλεγε τυχαίους ούτε παρέδιδε την κατήχηση σε «ψυχρούς», κατά τη βιβλική ορολογία, δασκάλους. Αυτούς τους απέρριπτε. Είναι αυτονόητο ότι με το status που περιβάλλει και το συγκεκριμένο μάθημα, καθίσταται από πλευράς της Εκκλησίας ατελέσφορος ο έλεγχος των διδασκόντων. Ούτε είναι δυνατόν, με βάση τις κανονικές αρχές, να εκχωρηθεί αυτή η δυνατότητα στην πολιτεία. Την πρόταση περί «συμμαρτυρίας» από τον τοπικό επίσκοπο προς τους θεολόγους θα τη χαρακτήριζα απολύτως απρόσφορη στην εφαρμογή της. Το ομολογιακό μάθημα περαιτέρω ανοίγει τον δρόμο για την επί ίσοις όροις διδασκαλία και άλλων ομολογιών και θρησκειών κατά τα πιστεύω των μαθητών. Αλήθεια θέλουμε να διδάσκεται ένα επιλεγόμενο μάθημα θρησκευτικών από μουσουλμάνο καθηγητή ή ετερόδοξο στα σχολεία μας; Δεν φοβόμαστε τον ενδεχόμενο προσηλυτισμό στα παιδιά μας; Αυτά δεν είναι διλήμματα κινδυνολογίας ούτε προσωπικές μου ανασφάλειες, απορρέουν από το πνεύμα των αποφάσεων του Ε.Δ.Δ.Α. και τεκμαίρονται από τις συστάσεις των αρμοδίων οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τη χώρα μας.

ΜτΘ_154

4. Τα νέα αναλυτικά προγράμματα, όπως εξάλλου και όλα τα προηγούμενα, επιδέχονται βελτιώσεις. Σε έναν ειλικρινή διάλογο ο καθένας έχει τη δυνατότητα να διατυπώσει παρατηρήσεις και κρίσεις, στοχεύοντας σε μια δημιουργική βελτίωση της διδακτέας ύλης. Αυτός που αγαπά το μάθημα και έχει εκκλησιαστικό φρόνημα τείνει πάντοτε ευήκοον ους και λέγει με ταπείνωση «ευλόγησον» σε περίπτωση λάθους.  Είμαι βέβαιος ότι αυτή την πρόθεση έχουν όσοι συντάκτες των νέων αναλυτικών προγραμμάτων γνωρίζω. Εξάλλου είναι μαρτυρημένη σε εμένα η φιλεκκλησιαστικότητά τους από τα φοιτητικά τους χρόνια και για αυτό είμαι πεπεισμένος ότι όσα καταμαρτυρούνται κατά των ειλικρινών προθέσεών τους δεν προάγουν γόνιμο διάλογο, αλλά «μάλλον θόρυβος γίνεται». Όμως, αν θέλουμε να κατοχυρώσουμε με ασφάλεια το μάθημα των θρησκευτικών και απέναντι στους όχι και τόσο φιλεκκλησιαστικούς πολιτικούς και άλλους εμπλεκομένους φορείς, θα πρέπει, να κάνουμε ένα ισχυρό βήμα προς την πλευρά της σφαιρικής ενημέρωσης και κατάρτισής μας, και κυρίως να συνεργαστούμε με υπευθυνότητα και ειλικρίνεια.