«Πάτ? ερημών?» ή Εκκλησία και γλώσσα (απάντηση Γ. Παπανικολάου στον Κ. Σύρο)

Προς τον κ, Κ. Σύρο

Αγαπητέ εν Χριστώ αδελφέ, χαίρετε εν Κυρίω.


Με αφορμή τα σχόλια σας στο άρθρο της κ. Κούκουρα έχω να σας υποβάλλω ορισμένα ερωτήματα. Νομίζω πως  πολύ σωστά τοποθετεί η κ. Κούκουρα τα πράγματα με τη διάκριση ανάμεσα στα τρεπτά και στα μη τρεπτά στοιχεία της παράδοσής μας. Δεν χρειάζεται ούτε θεολογικές, ούτε γνώσεις γλωσσολογίας να έχει κανείς για να διακρίνει ότι οι Αλήθειες της εκκλησίας μας είναι αμετάβλητες ενώ ο γλωσσικός κώδικας έχει το χαρακτήρα της μεταβολής και αυτό βέβαια συμβαίνει και είναι χαρακτηριστικό των ζωντανών γλωσσών (Να μια ακόμη απόδειξη για τη διαχρονικότητα και τη ζωντάνια της γλώσσας μας) Αν σήμερα εμείς διστάζουμε να χρησιμοποιήσουμε στη λατρεία άλλο γλωσσικό κώδικα από το σημερινό (θέτοντας σε τελευταία θέση στους συλλογισμούς μας το ποιος είναι ο αποδέκτης του μηνύματος και αν είναι δυνατόν να φτάσει το μήνυμα σε αυτόν) αρνούμενοι να χρησιμοποιήσουμε τη μητρική γλώσσα αναρίθμητων αγίων και μαρτύρων νεοελλήνων, αρνούμενοι να πούμε τα πράγματα όπως τα λέει η καρδιά μας όπως σκεφτόμαστε και ονειρευόμαστε, όταν απευθυνόμαστε στο Θεό, τότε ας σκεφτούμε πόσο ριζοσπαστικό ήταν αυτό που έκαναν οι Καππαδόκες Πατέρες τον 4ο αιώνα να δανειστούν τη γλώσσα των εθνικών, τη γλώσσα των ρητόρων της «κατειδώλου» Αθήνας προκειμένου να εκφράσουν τις σπουδαίες αλήθειες της Πίστης των Αλιέων. Γι΄ αυτούς που θαυμάζουν την τελειότητα της αττικής διαλέκτου θα τους θυμίσω πως το κήρυγμα του Παύλου ήταν «Ιουδαίοις μεν σκάνδαλο Έλλησι δε μωρία» και ο κήρυκας των Εθνών που και γνώσεις της θύραθεν παιδείας είχε, αλλά και φυσικό ταλέντο ευγλωτίας , έτσι που να τον αποθεώνουν ως Ερμή οι κάτοικοι των Λύστρων, αδιαφορούσε για τα πυρά των ρητόρων της β΄Σοφιστικής που κατέτασσαν το ευαγγελικό κήρυγμα στην Kleinliteratur. «?ημείς δε κηρύσσομεν Χριστόν εσταυρωμένον, Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον, έθνεσιν δε μωρία, αυτοίς δε τοις κλητοίς, Χριστόν θεού δύναμιν και θεού σοφίαν», (Α Κορ. 1, 22-24) έλεγε ο Παύλος. Τα Ευαγγέλια ήταν κείμενα του λαού από το λαό και για το λαό. Ο λόγος για τον οποίο οι Καππαδόκες πατέρες  έντυσαν το κήρυγμα της αληθείας με το χρυσοποίκιλτο μανδύα της ρητορικής δεν ήταν η συμμόρφωση προς τις επιταγές του Αριστοτέλη, ότι σπουδαία θέματα χρήζουν απόδοσης με σπουδαίο ύφος αλλά διότι συνειδητοποίησαν την αναγκαιότητα της αποδοχής του μηνύματος, σε αυτό που πάντα επιτάσσει ο πολιτισμικός περίγυρος της εποχής. Άλλωστε φάνηκε ότι η φτωχή γλώσσα των αλιέων μπόρεσε άνευ ρητορικού ύφους να αποδώσει τις μεγάλες αλήθειες. Η γλώσσα είναι εργαλείο ανθρώπινο ένα ακόμα πτωτικό μας χαρακτηριστικό. Οι ασκητές της ερήμου θεώθηκαν με τη «φτωχή» ευχούλα του Αγίου Ουνουφρίου δεν αναπέμπαν ρητορείες αττικίζουσας διαλέκτου. Και αν θέλετε να γυρίσουμε και πολύ πιο πίσω το χρόνο και οι κυνικοι φιλόσοφοι απεκδύθηκαν το ρητορικό χιτώνα χάριν της αποτελεσματικότητας της λήψης του μηνύματος από τις πλατιές μάζες.


Είμαστε λιγόψυχοι και θέλουμε να σκάβουμε πάντα από έξω και όχι μέσα μας,  αγνοώντας τα λόγια του Μάρκου Αυρηλίου. Οι Καππαδόκες Πατέρες πήραν το ρίσκο γιατί είχαν αλλοιωθεί εν Χριστώ και θεωθεί και έτσι μπορούσαν να δούν με τα μάτια της ψυχής τους χωρίς προκαταλήψεις. Η γλώσσα είναι όργανο επικοινωνίας των ανθρώπων που δεν μπορούμε να το δούμε ανεξάρτητα από όλες τις υπόλοιπες κοινωνικές και πολιτισμικές αναγκαιότητες επιταγές αλλά και στερεότυπα. Δε θα συγκινηθεί ένας ράπερ από τη βυζαντινή μουσική ακούγοντας την τέλεια αρχαία ελληνική γλώσσα αλλά και ένας σεβάσμιος γέροντας δε θα ξαναπατήσει στην εκκλησιά αν βάλουμε κιθάρες και μεταφράσουμε το ευαγγέλιο στη μαλλιαρή. Γνώρισα αναρχικούς που γύρισαν και γίναν καλόγεροι σήμερα και που τους έβαζα μετάνοια και τότε που ήταν αναρχικοί, αυτοί λοιπόν αν σκύβαν στην καρδιά τους και ?γράφαν με τη ράπ που άφησαν, θα κάναν όλο το Broocklyn Άγιο Όρος. Ας μην περιπέσουμε όμως σε τέτοιου είδους ακρότητες, έχουμε χρέος όμως να πλησιάσουμε τους συνανθρώπους μας και να μιλήσουμε στις καρδιές τους στη γλώσσα που καταλαβαίνουν, αρκεί να γυρίσουμε και να σκάψουμε εμείς πρώτοι ένδον. Και έχουμε την ευαγγελική προτροπή για τον ευαγγελισμό των εθνών να το κάνουμε (Ματθ. 28, 19-20) αλλά και στην προς Ρωμαίους επιστολή οι ρητορικές ερωτήσεις είναι σαφείς «?ς ο?ν ?πικαλ?σονται ε?ς ?ν ο?κ ?π?στευσαν; Π?ς δ? πιστε?σουσιν ο? ο?κ ?κουσαν; Π?ς δ? ?κο?σουσι χωρ?ς κηρ?σσοντος; Π?ς δ? κηρ?ξουσιν ??ν μ? ?ποσταλ?σι;» Σε αυτά να προσθέσει κανείς πως θα φτάσει το μήνυμα αν δεν γίνεται αντιληπτό από τον παραλήπτη και θα απαντήσει κανείς αγίω Πνεύματι. Ναι σίγουρα πάνω απ? όλα αλλά προς τι στη συνέχεια της επιστολής «Καθ?ς γ?γραπται? ?ς ?ρα?οι ο? π?δες τ?ν ε?αγγελιζομ?νων ε?ρ?νην, τ?ν ε?αγγελιζομ?νων τ? ?γαθ?!» Πρέπει να περπατήσουμε κι εμείς όχι τοπικά αλλά τροπικά για να ακουμπήσουμε τον συνάνθρωπό μας. Τόσο όμως οι Απόστολοι όσο και οι μετέπειτα κήρυκες έδειξαν γλωσσική ευελιξία.


Δεν ξέρω αλλά χωρίς να υποτιμώ τίποτα και κανέναν διερωτώμαι μόνον. Ψάξαμε και βρήκαμε τον νέο Χρυσόστομο για να μεταφράσουμε τη θεία λειτουργία στα σουαχίλι; Δεν είναι έγκυρη αυτή η λειτουργία και μήπως δεν κοινωνούν των αχράντων μυστηρίων αυτοί οι άνθρωποι; Πόσο να εξηγήσω στα τριτάκια μου το πάτερ ημών για να το καταλάβουν; Τι να τους απαντήσω όταν με ρωτούν αφελέστατα μόνο αρχαία ελληνικά καταλαβαίνει ο Θεός; Αν το λέμε πριν και μετά από το μάθημα στη γλώσσα μας αμαρτάνουμε ή μήπως στη γλώσσα μας παύει να αποτελεί την Κυριακή προσευχή; Είμαστε πτωτικοί άνθρωποι και αναγκαστικά περνάμε μέσα από τα κανάλια του λόγου της τέχνης της κοινωνικόποίησης των ενδυμάτων των συναισθημάτων μας και των αμαρτημάτων μας για να φτάσουμε Χάρητι Πνεύματος Αγίου στο Θεό. Ο λόγος του Χριστού ήταν πάντα «σκάνδαλο» και «μωρία» γιατί σήμερα ορισμένοι σκανδαλίζονται τόσο με το θέμα της γλώσσας στη θεία λατρεία;


Γιώργος Παπανικολάου

ΥΓ Για τα καθολικά ινστιτούτα που χολωθήκατε μάλλον άκριτες γενικεύσεις κάνετε και κατά τη γνώμη μου δείχνετε προκατάληψη. Μπορεί κανείς να βρίσκεται και να σπουδάζει οπουδήποτε δίνοντας μαρτυρία Χριστού, επιτρέψτε μου νας σας θυμίσω που σπούδασε ο ιερός Χρυσόστομος. Και για να βγάλω και μια μεγάλη κακία, συγχωρέστε με γι΄αυτό, τα παιδιά μου στη Γερμανία όσο φοιτούσαν στις Ουρσουλίνες έδίναν ορθόδοξη μαρτυρία και τα αντιμετώπιζαν φυσικά με ευγένεια και πολιτισμένα στα πλαίσια του δημιουργικού διαλόγου, εδώ στα ελληνικά λύκεια «χάσαν τα αβγά και τα Πασχάλια τους» με τους Θεολόγους που τους έτυχαν.

Συγνώμη αν τους έθιξα και σίγουρα δεν κάνω γενικεύσεις, έχοντας φίλο και οδηγό στην εφηβία μου το σεβαστό μου καθηγητή θεολόγο