«Πάτ? ερημών?» ή Εκκλησία και γλώσσα

Δήμητρα Κούκουρα,

Καθηγήτρια Ομιλητικής στο τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ.

«Δεν καταλάβαινα γρυ απ? ό, τι έλεγε τούτη η προσευχή (το Πάτερ ημών) και μια μέρα είπα στη μάννα μου: το Πάτ?, μπρε μάννα, ξέρω τί θα πει, μα εκείνο το ερημών με μπερδεύει!»

Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα χώματα.

Το παράδειγμα ενδεικτικό. Η συγγραφέας δηλώνει αυθορμητισμό και αγανάκτηση. Σε άλλες περιπτώσεις η γλωσσική δυσχέρεια οδηγεί στη δημιουργική φαντασία και τις αναλογικές χρήσεις: «είναι ζεστός και θερμαινόμενος» (< ήν δε Πέτρος εστώς και θερμαινόμενος), «πέρασε ζωή χαρισάμενη =χαρούμενη» (< και τοις εν τοις μνήμασιν ζωήν χαρισάμενος (προσέφερε κατά χάριν ), «βρώμα (ακαθαρσία)  και δυσωδία (<σκωλήκων βρώμα (=τροφή) και δυσωδία). Οι φράσεις μαρτυρούν την ακουστική οικειότητα του λαού μας σε παλαιότερες εποχές με τις ακολουθίες κυρίως της Μ. Εβδομάδος ή με τη νεκρώσιμη αλλά και το γλωσσικό απρόσιτο.

Οι σποραδικές σύγχρονες εμπειρικές έρευνες κυρίως σε ομάδες νέων 12-24 ετών, ακόμη και φοιτητών της Θεολογίας είναι αποκαρδιωτικές. Οι εσφαλμένες αποδόσεις οφείλονται οπωσδήποτε στην άγνοια του λεξιλογίου και των κανόνων της γραμματικής και του συντακτικού της αρχαίας αττικής διαλέκτου. Παράδειγμα:

Οι τα Χερουβείμ μυστικώς εικονίζοντες = αυτοί που φτιάχνουν τις εικόνες των μυστικών χερουβείμ ή ακόμη οι μυστικοί πράκτορες του Θεού

Πάσαν την βιοτικήν απωθώμεθα μέριμναν =από τον πασά δεν παίρνουν καμία φροντίδα ή εμείς που παρουσιάζουμε με τρόπο μυστικό τα Χερουβείμ, ας αναλάβουμε κάθε φροντίδα για τη ζωή

Τα παραδείγματα συσωρευτικά. Η μόνη περίπτωση για σωστή κατανόηση εντοπίζεται σε κάποιον εξαιρετικό μαθητή ή μαθήτρια  των τελευταίων τάξεων του Λυκείου θεωρητικής κατεύθυνσης, ενώ η φοίτηση στα κατηχητικά σχολεία έδειξε στις έρευνες ότι δεν επιδρά στη γλωσσική πρόσβαση των λειτουργικών κειμένων.

Αναμφιβόλως παρόμοια είναι τα αποτελέσματα και σε μεγαλύτερες ηλικίες, αν κρίνει κανείς από την δειγματοληπτική παρατήρηση, όπως είναι και ο αναλογικός σχηματισμός που κυκλοφορεί ως απάντηση στον αναστάσιμο χαιρετισμό:

-Χριστός Ανέστη!

-Και ο Αληθός ανέστη!

Αναμφισβήτητα η γλώσσα των λειτουργικών κειμένων και των βιβλικών αναγνωσμάτων της ελληνόφωνης Ορθόδοξης Εκκλησίας ανήκει σε μία παλαιότερη μορφή της ελληνικής, η οποία είναι ακατανόητη από τη συντριπτική πλειοψηφία των συγχρόνων ομιλητών της Κοινής Νεοελληνικής γλώσσας.

Αυτό το γεγονός οδηγεί στην άγνοια του περιεχομένου των αναγνωσμάτων, των ευχών και των ύμνων και στην αποτυχία της Εκκλησίας να κηρύξει, να διδάξει και να ερμηνεύσει το μήνυμα του Ευαγγελίου και την εν Χριστώ σωτηρία με τα λειτουργικά της κείμενα.

Με αυτόν τον τρόπο η λογική λατρεία μπορεί να μεταβληθεί σε «μαγική», εφόσον κανείς στόχος ευχαριστίας, δοξολογίας, δέησης ή ικεσίας δεν μπορεί να επιτευχθεί για τον πιστό,  όταν δεν γνωρίζει σε ποιον Θεό απευθύνεται, τί του λέγει και τί του ζητάει.

Άλλωστε η αγάπη  και η κραυγή που βγαίνει  από τα τρίσβαθα της ανθρώπινης ψυχής σαρκώνεται στη μητρική γλώσσα και όχι στη γλώσσα της 60ης προμάμμης,  όσο υπέροχη και αν είναι!

Η προσέγγιση του προβλήματος και οι προτεινόμενες λύσεις εξαρτώνται από την οπτική γωνία και το κριτήριο των εισηγητών. Οι συζητήσεις που γίνονται τον τελευταίο καιρό λιγότερο επιστημονικού και περισσότερο ποιμαντικού χαρακτήρα αποκρυσταλλώνονται στις εξής γενικές θέσεις:

1. Η γλώσσα των ελληνόφωνων λειτουργικών κειμένων είναι όντως ακατανόητη από τους συγχρόνους, γεγονός που οφείλεται στο εκπαιδευτικό σύστημα που προβλέπει λίγες ώρες διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής, ενώ ως θεραπεία προτείνεται το συστηματικό ερμηνευτικό κήρυγμα και η παράλληλη χρήση ερμηνευτικών εγκολπίων της θείας λειτουργίας και των ακολουθιών.

2. Η εκκλησιαστική γλώσσα δεν αποδίδεται στην νεοελληνική, διότι έχει καθιερωθεί ή καθαγιασθεί,  παρέχει βιωματική προσέγγιση ( ο λαός δεν καταλαβαίνει αλλά αισθάνεται, εφόσον υπάρχουν και αγράμματοι άγιοι), η νεοελληνική κρίνεται ανεπαρκής για να εκφράσει το γλωσσικό πλούτο των λειτουργικών κειμένων ή ακόμη δεν υπάρχουν ικανοί Νεοέλληνες, για να αποδώσουν το περιεχόμενό τους στη γλώσσα μας.

Αυτές οι απόψεις φορτίζονται από ποικίλους ψυχολογικούς και συναισθηματικούς παράγοντες και οδηγούν στο κοινό συμπέρασμα να μείνουν τα κείμενα ως έχουν, ίσως διότι «τα πράγματα ακόμη δεν έχουν ωριμάσει».

Στο σημείο αυτό αξίζει να τονισθεί ότι ένας από τους σημαντικότερους  παράγοντες που απομακρύνουν τη νεολαία από τη λειτουργική μας ζωή είναι και  η ακατανόητη γλώσσα.

Ένας Λυκειάρχης σε μία πόλη της Μακεδονίας στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 μετά το μαθητικό εκκλησιασμό  δήλωσε τα εξής χαρακτηριστικά προς τον  λειτουργό επιχώριο Επίσκοπο:

-Πρώτη φορά οι μαθητές μας κάθισαν αμίλητοι και παρακολούθησαν τη θεία λειτουργία από την αρχή ως το τέλος! Και αυτό διότι, όπως μου είπαν, καταλάβαιναν αυτό που άκουγαν.

Ο Ποιμενάρχης για την πρακτική αυτή στα σχολεία και τις κατασκηνώσεις τη μία φορά έλαβε γραπτή συνοδική επίπληξη και τη δεύτερη απολογήθηκε ενώπιον της Δ.Ι.Σ.

Η πρόσφατη ανακοίνωση της Δ.Ι.Σ. είναι ενθαρρυντική, διότι εγκαινιάζει έναν υπεύθυνο διάλογο. Σε αυτές τις ευαίσθητες περιπτώσεις για την ενότητα της Εκκλησίας, όπως υπογραμμίζεται στη ανακοίνωση, η αλήθεια είναι εκείνη που ελευθερώνει από το φόβο.

Όμως για να προσεγγίσουμε στο προκείμενο την αλήθεια, οφείλουμε:

- να γνωρίζουμε με σαφήνεια τη διαχρονία της ελληνικής γλώσσας,

- το ελλειμματικό γλωσσικό γόητρο της Ελληνιστικής Κοινής των βιβλικών κειμένων (γλώσσα των αλιέων) κατά τον 4ο αιώνα σε σχέση με την αττικίζουσα γλώσσα της θύραθεν σοφίας,

- τη γλωσσική πολιτική των Μεγάλων διδασκάλων της Εκκλησίας με την υιοθέτηση του αττικισμού και των ρητορικών προσταγμάτων των Εθνικών για ποιμαντικούς λόγους,

- τον ανεπιφύλακτο και αδιάκοπο σεβασμό της Ορθόδοξης Εκκλησίας προς τις τοπικές γλώσσες στις ιεραποστολικές εκκλησίες με την άμεση μετάφραση των κειμένων,

- την αργή αλλά συνεχή μεταβολή των γλωσσικών τύπων της ελληνικής γλώσσας

- αλλά και τα δύο βραβεία Νόμπελ της Λογοτεχνίας σε Νεοέλληνες τεχνίτες της γλώσσας, που αποδεικνύουν τις αστείρευτες δυνατότητες της ελληνικής

- δεν υπάρχει ιερή γλώσσα (σύστημα γλωσσικών κανόνων που ισχύουν στο επίπεδο της φωνητικής, της μορφολογίας, του συντακτικού και του λεξιλογίου), αλλά ιερό περιεχόμενο, στο προκείμενο ο αποκαλυπτικός Λόγος.

- Το κήρυγμα της αληθείας σε ποικίλες γλώσσες είναι το κύριο χαρακτηριστικό της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής.  Και όπως κηρύχθηκε στην Ελληνιστική Κοινή και τη λόγια του Βυζαντίου, το ίδιο μπορεί να διατυπωθεί και στην Νεοελληνική.

 

Η απόδοση των λειτουργικών κειμένων είναι μία επιτακτική ανάγκη. Κατ? αρχάς τουλάχιστον των πεζών κειμένων και των βιβλικών αναγνωσμάτων.

Μία παρόμοια συζήτηση προϋποθέτει νηφαλιότητα, η οποία καθιστά κατανοητή και στο τέλος αποδεκτή τη διάκριση του μεταβλητού γλωσσικού κώδικα από την αμετάβλητη αποκεκαλυμμένη Αλήθεια.

 

[Το άρθρο αναδημοσιεύεται από το ΒΗΜΑ της Κυριακής/25 Απριλίου 2010 με περικοπές της